Το νέο Mario Tennis είναι απ’ αυτά τα παιχνίδια που μπορείς να γράψεις πολύ περισσότερα γύρω από αυτό, παρά για αυτό. Γεγονός, σκέφτομαι αυθόρμητα, που συνήθως σημαίνει “κακά μαντάτα" για το περιεχόμενο του τίτλου. Κάθομαι, λοιπόν, εδώ μπροστά στην οθόνη ένα δεκάλεπτο, έχοντας αραδιάσει μέσα στο μυαλό μου έναν πρόλογο για το κείμενο που αν τον αποτύπωνα με διεξοδική λεπτομέρεια, θα έβγαινε τουλάχιστον τριπλάσιος από την ουσιαστική κριτική του παιχνιδιού. Θα ήθελα να αποφύγω μια τέτοια ανισορροπία όμως, κυρίως γιατί θα γινόταν αφόρητα κουραστική για οποιονδήποτε θέλει απλά να διαβάσει στα γρήγορα μια άποψη για το παιχνίδι και όχι μια –ακόμα- ανάλυση των εσωτερικών της Nintendo. Ωστόσο, κάποια γενικά και προφανή πρέπει να τα αναφέρω καθώς και –επέτρεψέ μου αγαπητέ αναγνώστη- να διατυπώσω και ένα ερώτημα που με βασάνιζε όσο έπαιζα το παιχνίδι αλλά και τώρα που γράφω γι’ αυτό.
Γίνεται πλέον ξεκάθαρο πως η ιαπωνική εταιρεία έχει στραφεί εξ’ ολοκλήρου στην υποστήριξη της επερχόμενης κονσόλας της, αφήνοντας το Wii U με κάποιες ψευτό-κυκλοφορίες για να καλύψει τις ανάγκες της εμπορικότερης περιόδου του χρόνου, ευελπιστώντας φυσικά, να “αρπάξει” ό,τι μπορεί. Ξέρει πως αυτή η τακτική της εμπεριέχει σοβαρό κόστος, γι’ αυτό και έχει επιστρατεύσει, είτε spin offs όπως το Animal Crossing: amiibo Festival, είτε franchises που απ’ ότι φαίνεται θεωρεί “β διαλογής” όπως καλή ώρα το Mario Tennis. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια δεν ζημιώνει την εικόνα των μεγάλων σειρών της (γι’ αυτό εξάλλου δε βιάστηκε να κυκλοφορήσει ένα ανέτοιμο Starfox) και από την άλλη καλύπτει –φαινομενικά- τα κοινά της –σε συνδυασμό και με το “hardcore” Xenoblade Chronicles X- θυσιάζοντας απλά κάποια “πιόνια” στο βωμό των επιταγών της αγοράς. Όπως λοιπόν πιθανότατα θα έχετε ήδη καταλάβει από τα συμφραζόμενα, το Mario Tennis: Ultra Smash είναι μια μεγαλοπρεπής απογοήτευση. Και αν ο χαρακτηρισμός “θυσία” σας φαίνεται βαρύς, τον θεωρώ τον πλέον εύστοχο για τον τίτλο.
Διότι η απογοήτευση που αποπνέει δεν προέρχεται τόσο από την ποιότητα του gameplay αλλά κυρίως από την οπορτουνιστική φιλοσοφία που βρίσκεται εμφανέστατα πίσω από την ανάπτυξή του και θέτει ως ξεκάθαρη προτεραιότητα τη “φτηνή” και “εύκολη” εκμετάλλευση ενός brand name όπως αυτό του “Mario” στη θέση της ποιότητας του περιεχομένου. Με απλά λόγια, η Nintendo χρειαζόταν πάση θυσία έναν τίτλο για τις γιορτές και “θυσιάστηκε” το Mario Tennis για να καλυφθεί η ανάγκη. Αυτή είναι μια φιλοσοφία που σπάνια χαρακτήριζε τη Nintendo στην ιστορία της, γεγονός που αποδεικνύεται από την “αφύσικη” μακροζωία της στη βιομηχανία.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως, καταλήγουμε με ένα παιχνίδι που πωλείται κοντά στα €40 και φαντάζει σαν κάτι παραπάνω από ένα demo. Ας τα δούμε όμως από την αρχή. Πρώτον, η έλλειψη ποικιλίας στα διαθέσιμα game modes είναι τραγελαφική και αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα του τίτλου. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καν ένα τυπικό και κλασικό για το είδος “Tournament Mode”, κάποιο campaign ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να προσφέρει στον παίκτη μια αίσθηση προόδου όταν παίζει μόνος αλλά και γιατί οι υπαρκτές επιλογές δε διαθέτουν το παραμικρό βάθος ώστε να δικαιολογήσουν μια εκτεταμένη ενασχόληση. Το παιχνίδι πλασάρει ως κυριότερο mode του, το “Mega Battle” προσπαθώντας ουσιαστικά να “διαφημίσει” και τις καινοτομίες του σε επίπεδο gameplay. Σε αυτό, η ειδοποιός διαφορά είναι η υπάρξη ενός μανιταριού που μοιράζεται στους πάικτες ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο ματς και μεγενθύνει τον παίκτη, δυναμόνωντας τα χτυπήματά του και μεγαλώνοντας το εύρος του χώρου που μπορεί να καλύψει.
Η επιλογή αυτή προσφέρει επιπλέον παραμέτρους στην τακτική αφού αλλάζει απότομα τις ισορροπίες του παιχνιδιού. Έξυπνα, ο παίκτης μπορεί να επανέλθει στο φυσιολογικό του μέγεθος αν ο αντίπαλος τον πετύχει με τη μπάλα, οπότε όταν είσαι αντιμέτωπος με έναν “γιγαντιαίο” αντίπαλο το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι, παίζοντας με αμυντικό προσανατολισμό να αναζητήσεις ένα παραθυράκι για smash πάνω στο σώμα του. Γενικά είναι μια συμπαθητική προσθήκη σαν μηχανισμός που ευνοεί τις ανατροπές και σε συνδυασμό με το “ultra smash” και τα jump shots, δυνατά καρφιά που μπορείς να εκτελέσεις υπό συγκεκριμένες συνθήκες, συνθέτουν μια σαφώς πιο arcade εμπειρία. Τώρα αν αυτό είναι καλό, υποθέτω πως είναι θέμα γούστου.
Προσωπικά βρίσκω το gameplay χώρις jump shots και chance shots (χτυπήματα που σαν φιλοσοφία σχεδιασμού θυμίζουν QTEs: τα προτείνει το παιχνίδι την ώρα του αγώνα με ένα αποτύπωμα στο γήπεδο και που αν τα εκτελέσει σωστά ο παίκτης, βγάζει ελαφρώς εκτος ισορροπίας τον αντίπαλο), πολύ πιο ενδιαφέρον και απολαυστικό αφού υπάρχει πιο ουσιαστικό “χτίσιμο” του κάθε πόντου και το αποτέλεσμα θυμίζει σαφώς περισσότερο το αληθινό άθλημα –ή το Virtual Tennis. Όπως και να ‘χει, ανεξαρτήτως γούστου, σε καμία περίπτωση το συγκεκριμένο mode όπως και το “Classic Tennis” mode με τους παραδοσιακούς κανόνες που ανέφερα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κάτι το ιδιαίτερο αφού πρόκειται απλά για παιχνίδια “exhibition” με διαφορετικούς κανόνες. Παίζεις δηλαδή έναν αγώνα. Σε ένα “φυσιολογικό” παιχνίδι, αυτά θα ήταν απλά παράμετροι που θα μπορούσες να ενεργοποιήσεις ή να απενεργοποιήσεις από ένα μενού για το “practice” ή το “exhibition” mode και όχι επιλογές που πιάνουν το μεγαλύτερο μέρος της οθόνης όταν ξεκινά ο τίτλος και πλασάρονται σαν τα κύρια events του παιχνιδιού.
Υπάρχουν ακόμα δύο modes, πέραν του Online, που ονομάζονται “Mega Ball Rally” και “Knockout Challenge”. Στο πρώτο οι παίκτες ανταλλάζουν χτυπήματα με μια τεράστια και πιο αργή μπάλα με σκοπό να κάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο rally μπορούν. Κοινώς προσπαθούν να μην πάρουν πόντο. Ναι, είναι τόσο βαρετό όσο ακούγεται. Και αν δεν υπήρχε ένα reward –τα “achievements” του παιχνιδιού- αμφιβάλλω αν θα ασχολούμουν περισσότερο από δεκαπέντε λεπτά. Τέλος, στο δεύτερο, ο πάικτης ανταγωνίζεται σε tie breaks, με τους κανόνες του “Mega Battle” –μανιτάρια, jump shots και chance shots- αντιπάλους που επιλέγονται τυχαία από το παιχνίδι.
Φυσιολογικά, η δυσκολία ανεβαίνει σε κάθε γύρο αλλά οι αντίπαλοι δε φαίνεται να εξαντλούνται ποτέ και το παιχνίδι τελειώνει όταν ο παίκτης χάσει. Δηλαδή, καμία απολύτως δομή, καμία σχεδιαστική προσπάθεια και πάλι. Είνα κρίμα διότι από άποψη μηχανισμών και gameplay, το παιχνίδι δεν είναι σε καμία περίπτωση κακό. Αντιθέτως, με παρέα, ιδίως στο local multiplayer, μπορεί να προσφέρει αρκετή διασκέδαση. Το πρόβλημά του είναι πως το περιεχόμενό του σε όλους του τομείς, είναι εξαιρετικά φτωχό. Είναι προφανές πως το παιχνίδι κυκλοφόρησε εσπευσμένα στην αγορά χωρίς να είναι έτοιμο. Εκτός από τα “αστεία” modes, η ελλιπής ανάπτυξή του φανερώνεται σε όλες τις εκφάνσεις του.
Το παιχνίδι διαθέτει μόλις ένα στάδιο στο οποίο απλά αλλάζει η επιφάνεια –πέρα από τις κλασικές επιφάνειες του τέννις, υπάρχει και πάγου, άμμου κ.α.- τα μικρά cut scenes της παρουσιάσης, στην αρχή και το τέλος είναι πάντα ίδια, τα replay μετά από κάθε πόντο γίνονται γρήγορα ενοχλητικά, τα γραφικά του είναι απλά λειτουργικά και ξεκούραστα στο μάτι –μόνο το εφέ του πάγου στην επιφάνεια του γηπέδου ξεχωρίζει-, η μουσική του αποτελείται από -τετριμμένες- συνθέσεις που μετρώνται στα δάκτυλα του ενός χεριού, ενώ, ο εκφωνητής δεν προσφωνεί καν τα ονόματα των χαρακτήρων στο τέλος του αγώνα αλλά αναφέρει τους παίκτες ως “receiver” και “server” με φωνή που θυμίζει Virtual Striker.
Δηλαδή, σκεφτείτε το λίγο, το παιχνίδι διαθέτει 16 όλους κι’ όλους χαρακτήρες και οι developers δεν μπήκαν καν στον κόπο να ηχογραφήσουν για τον καθέναν ξεχωριστά, προσφώνηση από τον εκφωνητή. Δεν θέλω να το παίξω “ξερόλας” αλλά δεν νομίζω πως μιλάμε για κάποια χρονοβόρα ή πολυδάπανη διαδικασία το να ηχογραφήσεις είκοσι – τριάντα προτάσεις. Το στοιχείο αυτό δυστυχώς είναι απόλυτα ενδεικτικό της ελάχιστης προσπάθειας που η Camelot κατέβαλλε (ή είχε τον χρόνο να καταβάλλει) στην ανάπτυξη του Mario Tennis: Ultra Smash. Τουλάχιστον, το τυπικό online που διαθέτει ο τίλος, λειτουργούσε απροβλημάτιστα τις ώρες που ασχολήθηκα.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.