Ακόμη μία μέρα… ακόμη ένα souls-like παιχνίδι. Η CI Games κυκλοφόρησε πρόσφατα το επόμενο μεγάλο AAA παιχνίδι της, ένα dark phantasy action RPG που θυμίζει έντονα τα Dark Souls της FromSoftware, αλλά και έχει και τις δικές του όμορφες θα έλεγα πινελιές. Πριν περάσω στην άποψή μου για το παιχνίδι θα ήθελα να σας πω κάπου εδώ ότι το The Lords of the Fallen έχει περάσει κυριολεκτικά από σαράντα κύματα για να λυτρωθεί και να κυκλοφορήσει επιτέλους.
Καταρχήν, μιλάμε για τον πνευματικό διάδοχο του Lords of the Fallen που είχε κυκλοφορήσει το 2014, το οποίο ήταν από τα πρώτα Souls-like παιχνίδια -που δεν ήταν από την FromSoftware εννοώ. Τον Δεκέμβριο του 2014, ο Tomasz Gop ο οποίος ήταν παραγωγός του αρχικού παιχνιδιού, είχε δηλώσει ότι το sequel βρισκόταν στα σκαριά. Το Μάιο του 2015 είχαμε μάθει ότι αυτό το υποτιθέμενο sequel θα κυκλοφορούσε μέσα στο 2017 με την Deck13 Interactive στο τιμόνι της ανάπτυξης, αλλά λόγω κάποιων διαφωνιών οι δύο εταιρίες "τα έσπασαν".
Αρκετό καιρό μετά, η CI Games η οποία ήταν ο publisher και τότε αλλά και τώρα, έκανε γνωστό ότι η Defiant Studios θα ηγηθεί του τίτλου και πως θα το φτιάξει από το μηδέν ως reboot. Τελικά ούτε αυτό έγινε και το 2020 βρίσκει την Hexworks, η οποία τελικά παρέμεινε στο project, το έκανε reboot και υποσχέθηκε ότι θα προσφέρει μια σκοτεινή περιπέτεια που θα αρέσει σε όλους τους σκληροπυρηνικούς fans αυτού του είδους. Το κατάφερε, όμως;
Η ιστορία του Lords of the Fallen είναι αρκετά καλή σε γενικές γραμμές, χωρίς ωστόσο να εντυπωσιάζει ή να παρουσιάζει κάτι που δεν είχαμε ξανά δει παλιότερα. Όλη η πλοκή και το lore περιστρέφεται γύρω από τον Adyr. Έναν δαίμονα-θεό, ο οποίος τυραννούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα μέχρι που επιτέλους νικήθηκε. Ωστόσο, αιώνες αργότερα αυτός ο παντοδύναμος θεός αναγεννιέται για να σκορπίσει και πάλι τη θλίψη και τον πόνο. Εδώ έρχονται οι Dark Crusaders ή αλλιώς οι Σταυροφόροι, οι οποίοι καλούνται να τον αντιμετωπίσουν, αλλά αυτό δεν γίνεται μονομιάς, καθώς πρώτα πρέπει να γίνουν κάποιες διαδικασίες, τις οποίες θα προτιμούσα να μην σας αποκαλύψω, καθώς παίζουν σημαντικό ρόλο στο σενάριο.
Το παιχνίδι ξεκινάει με μία εισαγωγή που με έβαλε από νωρίς μέσα στο κλίμα, ενώ λίγο αργότερα με έβαλε να φτιάξω χαρακτήρα και ω θεοί, το παιχνίδι είναι γεμάτο από classes και πολλές επιλογές παιξίματος. Εγώ διάλεξα τον Orian Preacher, ο οποίος είναι κάτι σαν Paladin με Holy μαγικά και αρκετό damage, ενώ παράλληλα έχει και skills για healing και shields που τον βοηθούν πολύ μέσα στη μάχη. Φυσικά, το Lords of the Fallen έχει ένα πλούσιο customization και μπορούσα να πειράξω τα μαλλιά, τα γένια, να βάλω τατουάζ και ότι άλλο φαντάζεστε.
Να πω σε αυτό το σημείο ότι τα classes αποτελούνται από: Hallowed Knight, Udirangr Warwolf, Partisan, Mournstead Infantry, Blackfeather Ranger, Exiled Stalker, Pyric Cultist, Condemned, ενώ έχει και κάποια κρυφά που καλό θα ήταν να μη σας αποκαλύψω γιατί πρέπει να ολοκληρώσετε το παιχνίδι.
Η δράση του Lords of The Fallen λαμβάνει χώρα σε δύο εκτεταμένους, παράλληλους κόσμους: στο βασίλειο των ζωντανών και στο εφιαλτικό βασίλειο των νεκρών που ονομάζεται Umbral Realm. Ότι κάνετε στον κόσμο τον ζωντανών έχει επιπτώσεις και στον άλλον κόσμο και το αντίστροφο. Το καλό είναι ότι το loot είναι ίδιο και στους δύο κόσμους και δε χρειάζεται να μπαινοβγαίνετε κάθε λίγο μόνο για αυτό. Για να μπει κάποιος στο Umbral Realm υπάρχουν δύο τρόποι. Ο ένας είναι ο θάνατος -που θα τον δείτε αμέτρητες φορές σας το εγγυώμαι, αλλά και μέσω μιας λάμπας ονόματι Umbral Lamp, την οποία είχα πάνω στον εξοπλισμό μου από το πρώτο λεπτό.
Η λάμπα έχει κάποιες ιδιότητες, όπως το να μεταφέρει τον χαρακτήρα απευθείας στον κόσμο των νεκρών, να αποκαλύπτει διάφορα μονοπάτια που δεν μπορούσα να περάσω από τον κανονικό κόσμο, να βγάζει την ψυχή των εχθρών προκαλώντας κάποιου είδους stun, αλλά και να σπάει τις “shields” τους. Η λάμπα παίζει τεράστιο ρόλο σε όλη την εξερεύνηση, καθώς για να προχωρήσω την ιστορία έπρεπε να τη συμβουλευτώ.
Ο κόσμος των εχθρών είναι ακόμα πιο βίαιος από τον κανονικό μιας και έρχονται ορδές από εχθρούς κάθε λίγο και λιγάκι με αποτέλεσμα να κάνει το παιχνίδι επίτηδες πιο δύσκολο και αυτό είναι κάτι που με χάλασε πάρα πολύ, ειδικά μετά τη μέση του παιχνιδιού.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο το έκανε αυτό η ομάδα ανάπτυξης, αλλά μετά από ένα σημείο δε με άφηνε να απολαύσω ούτε τα απίθανα περιβάλλοντα που έχει δημιουργήσει, καθώς μου πετούσε συνέχεια εχθρούς ή “elites” ας το πω έτσι και bosses που είχα νικήσει προηγουμένως ως απλά mobs. Πραγματικά αυτό είναι κάτι που με εξοργίζει ορισμένες φορές σε αυτά τα soulslike παιχνίδια, καθώς κάνουν πολλά spikes στη δυσκολία τους και πετάνε στην οθόνη επίτηδες ορδές από mobs ίσα ίσα για να πουν ότι είναι δύσκολο. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, σχεδόν κανένα παιχνίδι δεν έχει πάρει το μάθημά του από την FromSoftware, η οποία ξέρει πότε και που να σου πετάξει γενικά τους εχθρούς.
Όσον αφορά τους gameplay μηχανισμούς, η ομάδα ανάπτυξης επέλεξε να δώσει δύο ευκαιρίες στους παίκτες. Πιο συγκεκριμένα, εάν πεθάνω μέσα στον κανονικό κόσμο τότε αναγεννιέμαι απευθείας στον κόσμο των νεκρών και μου δινόταν πάντα μια δεύτερη ευκαιρία για να πάρω το αίμα μου πίσω. Αυτό είναι ένα πολύ καλό χαρακτηριστικό, καθώς πολλές φορές έμενα από “flasks” σε bosses και όταν έχανα εντελώς είχα μία ακόμη ευκαιρία. Μέσα στον κόσμο των νεκρών υπάρχουν και κάποια αγάλματα που με το πάτημα ενός κουμπιού με μετέφεραν στον κανονικό κόσμο και με έβγαζαν από αυτόν τον εφιάλτη.
Να πω επίσης, ότι το παιχνίδι περιέχει πάρα πολλά bosses -θαρρώ ότι είναι 40 συνολικά- αλλά και μεγάλη γκάμα εχθρών, οι οποίοι όμως μετά από ένα σημείο επαναλαμβάνονται και κουράζουν. Όσον αφορά το combat, εδώ βαδίζουμε σε γνώριμα μονοπάτια, όπου το block και το parry παίζουν σημαντικό ρόλο αν θέλετε να παίξετε ένα class σε στιλ tank-Knight, ενώ δίνεται η δυνατότητα και δύο όπλων στο κάθε χέρι. Υπάρχουν πολλά μαγικά που χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες, όπως είναι τα Holy και τα Inferno, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και το Dodge, το οποίο γίνεται πιο εύκολα αν διαλέξετε να εξοπλιστείτε με light πανοπλίες.
Μερικά παράπονα έχω στο hitbox καθώς πολλές φορές ένιωθα το παιχνίδι “έκανε τα δικά του”, αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχω και πολλά παράπονα από τους μηχανισμούς του, είναι όπως φαντάζεστε ότι είναι. Υπάρχουν διάφορες επιθέσεις με τα απλά hits να γίνονται με το R1 και τα δυνατά με το R2 του χειριστηρίου, ενώ με το L2 ερχόταν στο χέρι μου η λάμπα ή με το πάτημα του D-pad άνοιγα το μενού των ξορκιών. Με το L1 γίνεται η άμυνα με την ασπίδα ή με τα όπλα αν επιλέξετε να παίξετε με δύο weapons.
Να πω επίσης ότι υπάρχουν κανονικά και τα “Bonfires” (ναι θα τα λέω πάντα έτσι), όπου από εκεί μπορούσα να κάνω upgrade τα level του χαρακτήρα μου, να τηλεμεταφερθώ σε ένα άλλο μέρος κτλ. Επίσης, υπάρχουν και κάποιοι σπόροι που μπορούσα να φτιάξω το δικό μου Bonfire σχεδόν όπου ήθελα σε περίπτωση που δεν έβρισκα το bonfire της εκάστοτε πίστας. Ένα αρκετά καλό χαρακτηριστικό, καθώς οι πίστες είχαν συνήθως μόνο ένα Bonfire -επίτηδες- και αν έχανα προς το τέλος της πίστας θα έπρεπε να την περάσω ξανά όλη από την αρχή. Αυτό βοηθάει, λοιπόν, στο να μην κάνετε συνέχεια τεράστιες αποστάσεις.
Το Lords of the Fallen φτιάχτηκε με την Unreal Engine 5 και σε γενικές γραμμές έχει έναν πολύ όμορφο οπτικό τομέα με ωραίες λεπτομέρειες και φωτισμούς, καθώς και αρκετά καλές αντανακλάσεις και σκιάσεις. Δεν εντυπωσιάζει, όμως, παρόλο που έχει αρκετά γεμάτους χάρτες προς εξερεύνηση. Υπήρχαν κάποια textures που θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Ωστόσο, να αναφέρω ότι έπαιξα μόνο την έκδοση του PlayStation 5 και την επιλογή για Performance mode, που μόνο performance δεν το λες, διότι τα FPS έπεφταν αρκετά όταν γινόταν πανικός στην οθόνη ή όταν έκανα summon έναν άλλον παίκτη μέσω του μέτρια δουλεμένου multiplayer συστήματός του.
Ορισμένες φορές τα frames έπεφταν και κάτω από τα 15fps όταν έπαιζα online και αυτό είναι κάτι που με ξένισε αρκετά. Επίσης, το multiplayer προσφέρει και cross-play, το οποίο δεν δούλεψε ποτέ και βγήκαν μέχρι και updates γι’ αυτό το λόγο. Αν το είχα ανοιχτό, τότε δεν έβρισκε ποτέ παίκτη, αν το έκλεινα έβρισκε παίκτη που παίζει στο PlayStation 5, αλλά του έπαιρνε πάρα πολλή ώρα να βρει, ενώ αν έκανα restart την κονσόλα, τότε έβρισκε παίκτη μέσα σε 10 δευτερόλεπτα. Γενικώς, το multiplayer θέλει ακόμα πολύ δουλειά για να λειτουργήσει σωστά.
Στον ήχο τώρα, εδώ δεν είχα κανένα παράπονο και το παιχνίδι έβαζε στα bosses πολλά σκοτεινά κομμάτια που με έβαζαν αμέσως στο κλίμα, με επικές ενορχηστρώσεις και απόκοσμες νότες που χωρίς να εντυπωσιάζουν, κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Η ομάδα ανάπτυξης βγάζει συνεχώς patches και βελτιώνει την κατάσταση και αυτό είναι κάτι το θετικό, αν και θα προτιμούσα να ήταν πιο έτοιμο κατά την κυκλοφορία του. Πιστεύω ότι εάν γινόταν διαθέσιμο σε 3 μήνες από σήμερα δε θα έχει τέτοια θέματα που όσο να ναι μειώνουν τους πόντους της συνολικής εμπειρίας. Ωστόσο, το παιχνίδι είναι καλό σε γενικές γραμμές, με τα θέματά του, τα οποία πιστεύω θα βελτιωθούν με τον καιρό, αν και θα το ήθελα πιο έτοιμο.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.