Ας με τσιμπήσει κάποιος τέλος πάντων! Έχω την εντύπωση πως βλέπω ένα πολύ γλυκό όνειρο! Το όνειρό μου λέει πως η Capcom των «αρπαχτών», των remasters, των ανεκδιήγητων επί πληρωμή DLCs και του εκτρώματος που ακούει στο όνομα “Resident Evil 6”, μέσα σε δύο χρόνια έδωσε δύο εξαιρετικά Resident Evil, ένα εκπληκτικό Monster Hunter και ετοιμάζει και ένα πολλά υποσχόμενο Devil May Cry. Τί; Δεν είναι όνειρο; Και τί είναι; Αφήστε το. Ρητορική ήταν η ερώτηση. Θα σας πω εγώ τι είναι. Είναι ο φόβος της απομόνωσης. Είναι αυτό που πολλές εταιρίες από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, ένιωσαν όταν προσπάθησαν να αφήσουν στην άκρη με σκοπό τη «δυτικοποίησή» τους. Ενστερνίστηκαν πρακτικές που δεν άρμοζαν στο ιαπωνικό game development, προσπάθησαν να βάλουν γρήγορα και εύκολα χρήματα στα ταμεία τους, ξεπουλώντας και εξευτελίζοντας σειρές με τις οποίες μεγάλωσε και γαλουχήθηκε εκατομμύρια κοσμάκης. Κάποιες εταιρίες, ευτυχώς, κατάλαβαν πως αυτό, πέρα από μία επιφανειακή οικονομική άνθηση, δεν έχει μεγάλο ορίζοντα. Ο ανταγωνισμός στον εξευτελισμό των πάντων, άλλωστε, είναι υψηλός και στούντιο τα οποία μας έχουν χαρίσει χρυσές εποχές, ένιωσαν άβολα όταν πήραν μέρος σε αυτό. Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε ολοένα και περισσότερα ιαπωνικά στούντιο να γυρίζουν πίσω στις ιδέες και τα ιδανικά για τα οποία τα έχουμε στις καρδιές μας.
Με τα παιχνίδια της Capcom μεγάλωσα. Ειδικά τα Resident Evil είναι για εμένα μία μεγάλη ιστορία 23 ετών, τότε που έβαλα για πρώτη φορά στην κονσόλα μου το δισκάκι του πρώτου “Biohazard”. Τη σειρά τη λατρεύω, αλλά αν θα έπρεπε να διαλέξω τρεις από τους δεκάδες, πλέον, τίτλους της, το Resident Evil 2 θα ήταν σίγουρα μέσα σε αυτά. Δε χρειάζεται να περιγράψω λεπτομερώς, λοιπόν, πώς ένιωσα όταν έμαθα πως ετοιμάζεται ένα ολοκληρωτικό remake για ένα από τα καλύτερα survival horror της δεκαετίας του 1990. Όχι, δεν είμαι ο φανατικότερος υποστηρικτής των remakes, ωστόσο θα επικροτήσω αυτά τα οποία υπηρετούν σωστά το σκοπό τους. Οι καλύτερες αναλύσεις και τα ομορφότερα textures για παιχνίδια που μετράνε 10 και 20 χρόνια ζωής, είναι άχρηστα. Ή φτιάξε ένα παλιό παιχνίδι από την αρχή, με τωρινά δεδομένα, ή ετοίμασε κάτι φρέσκο. Η Capcom το έχει κάνει καλύτερα από όλους στο GameCube (και αργότερα σε άλλες πλατφόρμες), με το Resident Evil και Resident Evil 0. Και το κάνει, σήμερα, το σωτήριο έτος 2019 με το Resident Evil 2.
Καταρχάς, επιτρέψτε μου να προσδιορίσω το Resident Evil 2 (2019). Ο όρος “reimagined” είναι σαφέστατα πιο ταιριαστός από τον όρο “remake”. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία πιστή μεταφορά του κλασικού παιχνιδιού με ανανεωμένα γραφικά και νέους μηχανισμούς, αλλά για ένα παιχνίδι που αφηγείται την ιστορία του 1998 από διαφορετική σκοπιά και με προθέσεις να αλλάξει πολλά, τόσο στον κόσμο, όσο και στην πλοκή αυτή καθαυτή. Η ραχοκοκαλιά των περιοχών και η εξέλιξη του σεναρίου δεν έχει υποστεί σοβαρές αλλαγές, αλλά όλο το υπόλοιπο παιχνίδι είναι…άλλο! Αυτό, κατ’ εμέ, έδωσε ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο στο να το απολαύσω. Ουσιαστικά είδα ένα διαφορετικά ειπωμένο παιχνίδι, στο οποίο όλα ήταν διαφορετικά και όλα οικεία. Η ισορροπία του παλιού και του νέου, είναι πολύ μελετημένη από την Capcom και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να της το αναγνωρίσω.
Η περιγραφή, λοιπόν, του σεναρίου δεν αλλάζει. Δύο μήνες μετά τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού, η Raccoon City έχει χτυπηθεί ακόμη περισσότερο από τον T-virus της Umbrella. Ο Leon S. Kennedy, ένας αστυνομικός για τον οποίο είναι η πρώτη ημέρα στην υπηρεσία και η Claire Redfield, μία φοιτήτρια που ψάχνει το χαμένο της αδερφό Chris (ο πρωταγωνιστής του πρώτου παιχνιδιού), καταφθάνουν στο αστυνομικό κέντρο της πόλης για να ανακαλύψουν πως όλα έχουν μολυνθεί από τον ιό που μετατρέπει σε ζόμπι τους ανθρώπους. Όλοι οι χαρακτήρες και οι εχθροί που είχαμε συναντήσει, εμφανίζονται κανονικά και στο παιχνίδι του 2019. Ωστόσο, το πως τους γνωρίζουμε και αυτά που βιώνουμε μαζί τους, είναι ολόφρεσκα και κατά την άποψή μου, πολύ πιο καλογραμμένα από το αρχικό παιχνίδι.
Έχουν προστεθεί διάλογοι και σκηνές που ειλικρινά με άγγιξαν και αυτό είναι κάτι που δεν περίμενα ποτέ να πω για μία σειρά που πραγματεύεται “b-movie” σενάριο. Τόσο ο Leon, όσο και η Claire, έχουν μία αδιαμφισβήτητη σοβαρότητα πλέον, ενώ πολλές από τις ανάλαφρες ατάκες που το 1998 πουλούσαν πολύ, έχουν κοπεί. Και οι ερμηνείες των ηθοποιών έχουν πάρει μια πιο «προσγειωμένη» χροιά. Όχι, δεν είναι “The Last of Us” βαρύ το Resident Evil 2, αλλά είδα μερικές ώριμες πινελιές που τις εκτίμησα πολύ. Γενικότερα, αν και τις γνώριζα, απόλαυσα πολύ τον τρόπο με τον οποίο οι δημιουργοί διεκπεραίωσαν τις εξελίξεις. Η Capcom έδωσε τεράστια έμφαση στις λεπτομέρειες και κατάφερε να σουλουπώσει όσο το δυνατόν περισσότερο το σενάριο, κόβοντας και ράβοντας εκεί που έπρεπε. Κλασικά, προτείνω να ξεκινήσετε με το σενάριο του Leon, και έπειτα να δείτε το 2nd Run με την Claire. Το πρώτο playthrough (είτε με τον Leon, είτε με την Claire) θα σας πάρει περίπου 8 ώρες, ενώ το δεύτερο playthrough (New Game+) αφαιρεί πολλά σημεία για να βιώσεις τα γεγονότα από την πλευρά του άλλου χαρακτήρα, χωρίς να ξαναδείς τα ίδια και τα ίδια.
Τις ίδιες ευεργετικές αλλαγές και τροποποιήσεις έχει κάνει η ομάδα ανάπτυξης και στις τοποθεσίες. Στη βάση του το παιχνίδι ενσωματώνει ό,τι είδαμε το 1998, απλά όλα είναι πλουσιότερα, ομορφότερα, πιο γεμάτα, πιο μεγάλα! Και δεν εννοώ ότι έχουν ενσωματωθεί νέοι διάδρομοι και νέα δωμάτια, ούτε ότι υφίσταται απλά μια αλλαγμένη διαρρύθμιση. Μιλάω για κάτι πολύ πιο φρέσκο, πολύ πιο απολαυστικό, τόσο στο μέγεθος, όσο και στη δομή του. Είδα νέα μυστικά, νέους γρίφους, νέα αντικείμενα και πολλά πράγματα προσαρμοσμένα στα σύγχρονα δεδομένα (πχ USB Stick). Η δομή και οι ισορροπίες είναι ανεπηρέαστα στοιχεία. Το Resident Evil 2 (2019) έχει όσες μάχες και όσους γρίφους είχε το αρχικό παιχνίδι. Αυτό που έχει συμβεί, ωστόσο, είναι ότι και τα δύο στοιχεία έχουν εμπλουτιστεί. Αφενός στις μάχες, ο παίκτης πρέπει πλέον να λαμβάνει υπόψιν του ότι τα ζόμπι διαμελίζονται, οπότε μπορεί να στήσει έξυπνες τακτικές χωρίς να καταναλώσει τα ήδη περιορισμένα πυρομαχικά, αφετέρου οι γρίφοι, χωρίς να έχουν γίνει πολύ δυσκολότεροι, απαιτούν περισσότερες και πιο «εκλεπτυσμένες» ενέργειες, όπως το “Examine” στα αντικείμενα στο inventory. Είδα, μάλιστα, πολλούς γρίφους, κρυμμένους μέσα σε μεγαλύτερους γρίφους, κάτι που δίνει έναυσμα στους completionists να ασχοληθούν πολύ περισσότερο με το παιχνίδι απ’ ό,τι αρχικά υπολόγιζαν.
Αυτό που θαυμάζω, τόσο στο “remake”, όσο και σε όλα τα χρυσά survival horror της τότε εποχής, είναι ο τρόπος που ανταμείβουν τον παίκτη, δίνοντας σάρκα και οστά στη φράση «ο τολμών νικά». Αν δεν φοβόσουν και αν δεν βαριόσουν να ψάξεις, κέρδιζες. Ειλικρινά, απόλαυσα πολύ να βρίσκω τα μυστικά, να ψάχνω στις λεπτομέρειες, να ανακαλύπτω τρόπους ώστε να ανταμειφθώ, είτε με κάποια αναβάθμιση στα όπλα μου, είτε με κάποιο κουτί σφαίρες. Και το Resident Evil 2 είναι γεμάτο από τέτοιες συγκινήσεις.
Από την fixed camera και τα tank controls, το gameplay έχει υιοθετήσει μία πάνω από τον ώμο τρίτου προσώπου προοπτική, στο ύφος του Resident Evil 4. Είδα αρκετούς στο Twitter και στα διάφορα forums να γκρινιάζουν -αφότου έπαιξαν το demo- για το χειρισμό. Δε ξέρω για όλους αυτούς, αλλά εγώ θεωρώ πως είδα μία από τις καλύτερες υλοποιήσεις που έχω δει σε παιχνίδι της κατηγορίας. Ο χαρακτήρας έχει βάρος, τα animations υπακούν στους νόμους του Νεύτωνα και ο ρεαλισμός στις κινήσεις είναι αξιοθαύμαστος. Ταυτόχρονα, όμως, όλα πραγματοποιούνται ομαλά και γρήγορα, δίνοντας ένα απολαυστικό αποτέλεσμα. Το shooting είναι καλοστημένο, τα όπλα έχουν φανταστική αίσθηση και η εναλλαγή μεταξύ του πρωτεύοντα και του δευτερεύοντα εξοπλισμού πραγματοποιείται απροβλημάτιστα. Λάτρεψα την αμεσότητα που διέπει τα πάντα στο παιχνίδι. Από τα μενού και τον χάρτη, μέχρι το άνοιγμα των πορτών και το equip των όπλων. Γενικά, βίωσα μία πολύ σφικτή, μελετημένη και ισορροπημένη gameplay εμπειρία.
Αν θα έπρεπε να εκθειάσω ένα στοιχείο του παιχνιδιού, αυτό θα ήταν η RE Engine, η μηχανή γραφικών της Capcom που δεν είναι η καλύτερη της αγοράς, αλλά είναι…τέλεια! Και εξηγούμαι. Τί θέλει μία εταιρία για τα παιχνίδια της; Να είναι όμορφα και να τρέχουν απροβλημάτιστα. Αν πάλι τρέχουν και στα 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο, τότε είναι το ιδανικό. Στο Resident Evil 2 τα πράγματα είναι παραπάνω από ιδανικά. Τα γραφικά είναι χάρμα οφθαλμών, οι φωτισμοί εξαιρετικοί, οι σκιάσεις ρεαλιστικές, τα textures αληθοφανή και οι αντανακλάσεις υπέροχες. Από τα particle effects (φωτιά, καπνό, ομίχλη), μέχρι το νερό και το αίμα, η μηχανή γραφικών των Ιαπώνων βάζει τα γυαλιά στις πλέον δημοφιλείς μηχανές του εμπορίου. Και όλα αυτά στα 60 καρέ ανά δευτερόλεπτο και 4K ανάλυση. Τεχνικά, λοιπόν, το Resident Evil 2 είναι για…φίλημα, σε όλες τις πλατφόρμες στις οποίες είναι διαθέσιμο.
Αυτός ο τεχνικός τομέας, κατά τη γνώμη μου, βοήθησε πολύ στο να αναδειχθεί η ατμόσφαιρα και το στοιχείο του τρόμου στο παιχνίδι. Το να περιηγείσαι σε σκοτεινούς, ματωμένους διαδρόμους, με μόνη συντροφιά το φακό σου και όλα να αποτυπώνονται με αυτόν τον ρεαλισμό, είναι μια πολύ δυνατή και για σκληρά στομάχια εμπειρία. Παρόλο που ήμουν μικρό παιδί όταν βίωσα τον τρόμο του αρχικού παιχνιδιού, πίσω στο 1998, δε σας κρύβω πως με έπιασα στα 33 μου να αγχώνομαι επικίνδυνα περισσότερο και να ανεβάζω συχνότερα παλμούς κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Σε αυτό δε συμβάλει μόνο η μηχανή γραφικών αλλά και ο ήχος, ο οποίος θα έλεγα πως είναι ακόμη πιο δουλεμένος από τον οπτικό τομέα. Δε θέλετε να ακούσετε ένα licker να αναπνέει και να περπατάει στα ξύλινα ταβάνια του κτηρίου. Όχι, δε θέλετε να το ακούσετε αυτό…
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.