Burnout Paradise Remastered Review

Burnout Paradise Remastered Review

07 Απριλίου 2018 12:13
Take me down to the Paradise City…

Εφτά χρόνια πέρασαν από την κυκλοφορία του τελευταίου παιχνιδιού της σειράς Βurnout κι επιτέλους μετά από 7 χρόνια μιλάμε για ένα νέο παιχνίδι ή μήπως όχι? Βλέπετε μετά από 7 χρόνια, η ΕΑ από το πουθενά ανακοινώνει την ανάπτυξη και κυκλοφορία του Burnout Paradise Remastered, μία κίνηση ορόσημο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η επιστροφή ενός franchise “κλινικά νεκρού” και ο δεύτερος, μεγαλύτερης βαρύτητας για εμένα, είναι ότι αυτή η κυκλοφορία είναι το πρώτο Remaster παιχνίδι της ΕΑ, κίνηση έκπληξη από την ΕΑ που μας έχει συνηθίσει να ακολουθεί στενά τακτικές για γρήγορο, σίγουρο και εύκολο χρήμα.

Ξεκινώντας το review θα ήθελα να αρχίσω μιλώντας για το παιχνίδι καθαυτό, έτσι ώστε κάποιος που δεν το έχει ξαναπαίξει (και πιστεύω είναι πάρα πολλοί…) να καταλάβει περί τίνος πρόκειται και μετά να εμβαθύνω στο remaster του πράγματος, στις βελτιώσεις που υπάρχουν και πως αυτές στέκονται. Το Burnout Paradise κυκλοφόρησε το 2008 και ήταν το προτελευταίο παιχνίδι του franchise στη μορφή που γνωρίζουμε οι περισσότεροι, με τελευταία επίσημη κυκλοφορία το Burnout Crash του 2011. Το βασικό χαρακτηριστικό των Βurnout είναι η ακατάπαυστη arcade δράση στους αγώνες, όχι όμως με τον συμβατικό τρόπο του τερματίζω πρώτος και κερδίζω ή όσο προσπαθώ να βγάλω εκτός δρόμου τους αντιπάλους μου, πάλι, κερδίζω. Το concept αυτό όταν παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 2001 ενθουσίασε το κοινό, γιατί ήταν η πιο ολοκληρωμένη και καλοδουλεμένη εκτέλεση του, έχοντας την τέλεια μίξη arcade Racing και destruction derby.  Από εκείνο το σημείο η Criterion games “βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά” και συνέχισε τις κυκλοφορίες στην αρχή με την Acclaim games (Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε…) και αργότερα με την ΕΑ, στην οποία εξελίχθηκε κι όχι μόνο συνέχισε με το franchise, αλλά ανέλαβε επιπλέον τίτλους και franchise όπως τα Need For Speed και Battlefield. Η ανάθεση ανάπτυξης άλλων project από την ΕΑ οδήγησε τα Burnout σε έναν “αιφνίδιο θάνατο”, έτσι το Burnout Crash του 2011, ένα παιχνίδι που εμφανίστηκε σε ηλεκτρονική μορφή ήταν η τελευταία κυκλοφορία της σειράς. Αυτό όμως μέχρι πρότινος…

Το Burnout Paradise λαμβάνει χώρα στην Paradise City, μία πόλη δομημένη κατά τις αρχές που επιτάσσει το franchise, διάσπαρτη με άλματα, πινακίδες, εμπόδια και παράδρομους όλα για χάρη της δράσης και των αγώνων. Ο παίκτης τοποθετείται στην πόλη ξεκινώντας όπως είναι φυσικό με ένα αυτοκίνητο χαμηλών ικανοτήτων που όσο κερδίζει events, ξεκλειδώνει όλο και καλύτερα αυτοκίνητα. Τα events χωρίζονται σε τέσσερις κύριες κατηγορίες. Τα Road Rage, events  που ο τελικός στόχος είναι να διαλύσεις τους περισσότερους αντιπάλους, τα Race με τελικό στόχο τη νίκη με πάσα δυνατό τρόπο, τα Marked Man, που ως στόχο έχουν την επιβίωση του οχήματος και τέλος τα Stunt Runs, στα οποία ο παίκτης πρέπει να μαζέψει πόντους κάνοντας διάφορα stunts στην πόλη. Παράλληλα με αυτά τα events υπάρχουν και challenges όπως τα Burning Route, τα οποία είναι Time Trials βασισμένα σε συγκεκριμένα οχήματα. Tα Time Road Rules, δηλαδή time trials βασισμένα στις λεωφόρους της πόλης και τα Showtime Road Rules, τα οποία είναι δοκιμασίες που ο παίκτης καλείται να προκαλέσει τις περισσότερες υλικές ζημιές ανά δρόμο.

Τα event έχουν μία sandbox φιλοσοφία, καθώς είναι διάσπαρτα εντός της πόλης και κατά τη διάρκειά τους δεν υπάρχει οριοθέτηση των διαδρομών, ο παίκτης έχει απόλυτη ελευθερία για το που και πως θα τα ολοκληρώσει. Το σύστημα εξέλιξης του παιχνιδιού έχει να κάνει με διπλώματα (Licenses) με απώτερο σκοπό την απόκτηση της Burnout License. Για να γίνει αυτό χρειάζεται η ολοκλήρωση των σταδιακά αυξανόμενων event, τα οποία κάθε φορά που ο παίκτης πάρει μία καινούρια άδεια μηδενίζονται. Ακόμη υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός collectibles όπως είναι τα Smashed Gates, Billboards, Super Jumps, Car Parks επικροτώντας έτσι την εξερεύνηση. Το παιχνίδι έρχεται με όλα τα DLC που έχουν κυκλοφορήσει τα οποία κυμαίνονται από οχήματα μέχρι μία έξτρα περιοχή, καθένα με τις δικές του απαιτήσεις ολοκλήρωσης.

Η αλήθεια είναι ότι η δομή του Burnout Paradise είναι τέτοια που κουράζει από ένα σημείο και μετά, διότι ενώ στην αρχή ο ενθουσιασμός και η εξερεύνηση είναι δυνατά κίνητρα για τον παίκτη, με την πάροδο του χρόνου θα υπάρχουν σημάδια κούρασης μίας και οι συνεχείς προκαθορισμένες διαδρομές και η επανάληψη των event θα αρχίσουν να αποκτούν μία μορφή ρουτίνας. Αυτό για εμένα δημιουργείται από την φύση του Open World στο παιχνίδι και από το διαρκές “πήγαινε-έλα” μεταξύ των σημείων έναρξης των event, αυτόν τον λίγο -ή άλλες φορές πολύ- χρόνο που μεσολαβεί και λειτουργεί ως ένας τρόπος αποσυμπίεσης της έντασης και την αδρεναλίνης μεταξύ των event. Αυτό σε παλαιότερα παιχνίδια της σειράς λόγω της “παραδοσιακής” γραμμικής δομής, δεν υπήρχε, επομένως το παιχνίδι σε έπαιρνε και σε “κοπάναγε” με συνεχή δράση. Αυτό όμως είναι ένα πρόβλημα που πολλοί παίκτες, κυρίως νεότεροι, μπορεί να μη το συναντήσουν, γιατί το παιχνίδι αναπτύχθηκε το 2008 με την κλίμακα του χάρτη να είναι μικρή, συγκριτικά με τα σημερινά δεδομένα.

Επίσης κάτι σημαντικό είναι ότι τα παλαιότερα “γραμμικά” παιχνίδια όταν έκαναν διάλειμμα από το αγωνιστικό κομμάτι, είχαν τα Crash Events, τα οποία, ενώ αποτελούσαν διάλλειμα στη ροή του παιχνιδιού, ήταν το καλύτερο χαρακτηριστικό σε όλο το παιχνίδι και αποτελούσαν μία ταυτότητα για τη σειρά γενικώς. Στο Burnout Paradise υπάρχουν σαν μία ολόκληρη υποκατηγορία, αλλά αν δεν είχαν τόσο προαιρετικό ρόλο θεωρώ πως θα βοηθούσαν περισσότερο στην κάπως αδύναμη καριέρα. Στον αντίποδα κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτό ακριβώς είναι καλύτερο, γιατί κάποιος μπορεί να ασχοληθεί αποκλειστικά με αυτά, αλλά νομίζω ότι η ισορρόπηση τους θα ήταν το ιδανικό.

Το βασικό στοιχείο του Gameplay είναι ένα: η δράση. Ασταμάτητη, αδυσώπητη, αγνή δράση. Όντας ένα καθαρά Arcade παιχνίδι δεν περιμένει κάποιος πολλά πράγματα στον τομέα του ρεαλισμού, αλλά εδώ είναι που τα Burnout πολλές φορές εκπλήσσουν και τους πιο ελιτιστές. Τα οχήματα στο παιχνίδι, στα οποία θα αναφερθώ εκτενώς παρακάτω, πέραν της διαφοροποίησής τους ανά κατηγορία, έχουν χαρακτηριστικά ρυθμισμένα ανάλογα με τον τύπο τους, αλλά κυρίως έχουν μία οργανική παρουσία στο χώρο. Κάθε όχημα έχει οδηγική συμπεριφορά ανάλογη με αυτή που θα είχε στον πραγματικό κόσμο, βάση της κατασκευής και του είδους του, πάντα όμως στα πλαίσια του Burnout, με μία έννοια “επαυξημένος ρεαλισμός”. Ο τρόπος κίνησης, οι αντιδράσεις στο χώρο, η οδηγική συμπεριφορά, όλα έχουν προσαρμοστεί στο παιχνίδι έχοντας πάρει ρεαλιστικά στοιχεία και τονίζοντας τα έτσι ώστε να δένουν στην όλη μεγαλοπρέπεια του συνόλου. Πέραν όμως της οδήγησης όλος ο τεχνικός τομέας έχει σαν αρχή του τη δράση. Όλα στο παιχνίδι είναι πομπώδη από τα γραφικά και το φωτισμό μέχρι τον ήχο, ακόμη και το soundtrack. Όταν οδηγείς ένα όχημα στο παιχνίδι, ο φωτισμός είναι τέτοιος ώστε να αναδεικνύει το μοντέλο, με τις λεπτομέρειες του σχεδιασμού και τα χρώματα, ο ήχος που κάνει το όχημα είναι εκκωφαντικός με σκασίματα από την εξάτμιση και κενά στις αλλαγές ταχυτήτων και το soundtrack είναι έτσι δομημένο ώστε να τονίζει την  τρέλα του παιχνιδιού (από Guns ‘n’ Roses, σε Avril Lavigne και καπάκια η 9η συμφωνία του Μπετόβεν). Όλα αυτά τα ανόμοια στοιχεία σε κάποια άλλη εκτέλεση ίσως ήταν το κύριο αρνητικό στοιχείο, αλλά εδώ υπάρχει η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ τους.

Πρωταγωνιστικό ρόλο όμως στο παιχνίδι έχουν φυσικά τα οχήματα. Η λογική και φιλοσοφία τους είναι για εμένα το μεγάλο ατού όχι μόνο του παιχνιδιού, αλλά του franchise γενικότερα. Ο σχεδιασμός τους είναι ο καλύτερος που έχω δει σε παιχνίδια με “φανταστικά” οχήματα, εμπνευσμένα από την πραγματικότητα. Καλώς ή κακώς όταν αναφέρεται αυτός ο όρος, οι περισσότεροι σκέφτονται αμέσως τα οχήματα της σειράς GTA, με τη μεγάλη διαφορά να έχει να κάνει με τις πηγές των σχεδιαστών της Rockstar και τη συγκέντρωσή τους σε ένα συγκεκριμένο όχημα ως βάση, διαφοροποιώντας στοιχεία αρκετά  ώστε να αποφύγουν προβλήματα με trademarks κατασκευαστών. Στην αντίπερα όχθη οι σχεδιαστές της Criterion προσεγγίζουν κάθε όχημα ξεχωριστά και προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα σχέδιο, το οποίο θα εκπροσωπεί μία ολόκληρη κατηγορία οχημάτων, είτε αφορά τον τύπο, την εποχή, την κουλτούρα ή την αισθητική. Η διαφορά είναι ότι όταν βλέπεις κάποιο αυτοκίνητο από το GTA κατευθείαν σου έρχεται στο μυαλό ένα άμεσα παρεμφερές όχημα, ενώ στα Burnout κάθε όχημα θα σε κάνει να πεις, “βλέπω στοιχεία από το τάδε, αλλά το πίσω είναι από το άλλο». Επίσης, είναι αυθεντικά, πολυσυλλεκτικά σχέδια και φόρος τιμής σε μία γενικότερη ιδέα, όχι σε κάτι μεμονωμένο. Φυσικά και δεν υποτιμώ την Rockstar για ό,τι κάνει, την χρησιμοποιώ ως παράδειγμα και  πρωτοπόρο σε αυτό, όμως στα δικά μου μάτια η Criterion έχοντας την ίδια λογική, έχει καλύτερη και πιο αυθεντική εκτέλεση.

Και φτάνουμε στο δια ταύτα, την ουσία και τον λόγο ύπαρξης αυτού του κειμένου, το Remaster. Το προηγούμενο παιχνίδι το είχα παίξει το 2010, ένα χρόνο αργότερα από την κυκλοφορία της Ultimate Box έκδοσης στο PC. Έχοντας λοιπόν κατά νου την καλύτερη δυνατή έκδοση του παιχνιδιού εκείνη την εποχή, ξεκίνησα να παίζω αναλύοντας εξονυχιστικά τη δουλειά που έχει γίνει  στο παιχνίδι με βάση τα τότε δεδομένα μου. Το παιχνίδι είναι ένα αυθεντικό Remaster, δηλαδή δικαιολογεί την ύπαρξη του αποκλειστικά και μόνο ως μία οπτική βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο και τίποτα άλλο. Δεν έχει γίνει καμία απολύτως βελτίωση όσον αφορά τον υπόλοιπο τεχνικό τομέα κάτι που εν μέρει είναι θετικό καθώς δεν έχουν γίνει αλλαγές όσον αφορά το Gameplay και στη δομή του παιχνιδιού, σημεία που δεν έπρεπε να γίνουν αλλαγές, αλλά εν μέρει είναι αρνητικό καθώς προβλήματα που υπήρχαν κυρίως με τον ήχο όπως glitches και μικροκολλήματα έχουν μεταφερθεί αυτούσια στην τωρινή έκδοση, αλλοιώνοντας άδικα την όποια καλογυαλισμένη εικόνα θέλει να έχει το παιχνίδι.

Όσον αφορά τα γραφικά εκεί τα πράγματα αρχίζουν και περιπλέκονται, διότι το παιχνίδι έχει βελτιωθεί τόσο όσο του επιτρέπει η μηχανή γραφικών κι αυτό δυστυχώς δείχνει την ηλικία του. Στα γραφικά έχει γίνει το απαραίτητο «λίφτινγκ» όσον αφορά την ανάλυση και την ποιότητά τους (σταθερά  60FPS σε 1080p στο PS4), όμως δείχνουν την ηλικία τους καθώς έχουν φτάσει τη μηχανή στα όριά της, σε σημείο που αρχίζουν και αποκαλύπτονται τα μυστικά του σχεδιασμού της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σε αρκετά οχήματα -αν όχι σε όλα- οι ζάντες αποτελούν prerendered επιφάνειες οι οποίες χτυπούν στο μάτι. Κάτι τέτοιο, όμως, ενώ έχει μία αρνητική χροιά, κατά βάθος δεν είναι, απλά δείχνει ότι οι δυνατότητες του τότε παιχνιδιού έχουν αγγίξει τα όριά τους στο τώρα, δικαιολογώντας και αντιπροσωπεύοντας άξια τον όρο Remaster, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε παιχνίδι δεκαετίας.

Το τελευταίο σημείο που θέλω να σταθώ έχει να κάνει με τον λόγο ύπαρξης του παιχνιδιού. Η ΕΑ τον τελευταίο καιρό έχει δεχθεί αρκετά πυρά από την κοινότητα για τις κινήσεις της στο χώρο και για ακόμη μία φορά στην ιστορία της έχει γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος για κάθε τι κακό στη βιομηχανία. Το ότι άργησε να μπει στον χώρο των Remaster είναι κάτι που, όπως ανέφερα και στην αρχή, ξενίζει ευχάριστα εμένα και πιστεύω ένα μεγάλο ποσοστό gamers, μιας και περίμενα να είναι μπροστάρης σε αυτή την τάση του χώρου, λαμβάνοντας υπόψιν τον κατάλογο παιχνιδιών της. Δεν περίμενα σε καμία περίπτωση το πρώτο της βήμα να είναι με παιχνίδι της σειράς Burnout, αλλά θεωρώ ότι είναι μία από τις καλύτερες κινήσεις που θα μπορούσε να κάνει και φαίνεται πως αυτό ήδη βρίσκει θετική ανταπόκριση.

Αυτό το πετυχαίνει επειδή σε έναν χώρο όπως αυτός των racing παιχνιδιών που η τάση είναι ο ρεαλισμός και η στροφή προς τα esports, η ΕΑ κυκλοφορεί ένα παιχνίδι το οποίο φέρνει τη δράση, την υπερβολή και τον χαβαλέ στο προσκήνιο, χαρακτηριστικά που εκείνη την εποχή ίσως και να άρχιζαν να κουράζουν το κοινό, όμως πλέον αποτελούν μία ανάσα δροσιάς κατευθείαν από το παρελθόν. Η προηγούμενη προσπάθεια για κάτι τέτοιο, με το NFS: Payback, δεν είχε επιτυχία, έτσι με την όλο και αυξανόμενη πίεση, όχι απαραίτητα για μία επιτυχία, επέλεξε σαν plan b να κοιτάξει στο παρελθόν και να ακολουθήσει μία διαφορετική τακτική, αυτή της επανακυκλοφορίας, μη ξεχνάτε ότι τυπικά το Paradise Remastered είναι η τρίτη έκδοση του παιχνιδιού μετά την Ultimate Box και την πρώτη.

Συνοψίζοντας : Το Burnout Paradise Remastered είναι ένα παιχνίδι, που πατάει σε δύο χαρακτηριστικά τη νοσταλγία και τη διαφορετικότητα. Νοσταλγία, γιατί 10 χρόνια μετά επανέρχεται για να θυμίσει στους παλιούς, δελεάζοντας ταυτόχρονα τους νέους και διαφορετικότητα, γιατί σε ένα κορεσμένο από ρεαλισμό είδος επαναφέρει την καθαρά arcade προσέγγιση, φέρνοντας πάλι την υπερβολή και τη δράση σε πρώτο πλάνο. Προσωπικά, βγάζω το καπέλο στην ΕΑ καθώς κάνοντας κάτι φαινομενικά απλό (και εν μέρει επαναλαμβανόμενο), καταφέρνει να διατηρήσει ένα καθαρό πρόσωπο, κάτι που πέραν από θετικά αποτελέσματα, τόσο στα ταμεία όσο και την εικόνα της, ίσως της δείξει ότι το franchise έχει ακόμη ζωή και η Criterion πρέπει να συνεχίσει με βάση τις ρίζες της. Η αλήθεια είναι ότι όσοι έχουν παίξει (και λιώσει) τις προηγούμενες εκδόσεις του παιχνιδιού δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο λόγο για να το αγοράσουν, πέραν της νοσταλγίας, όσοι όμως δεν έχουν ασχοληθεί με τη σειρά ή με το συγκεκριμένο παιχνίδι δεν πρέπει να το προσπεράσουν.
Box Art
Tested on : PS4
Developer : Criterion, Stellar Entertainment
Publisher : Electronic Arts
Distributor : Bandai Namco Hellas
Available for : PS4, Xbox One
Release date : 2018-03-16