L.A. Noire Remastered Review

L.A. Noire Remastered Review

28 Νοεμβρίου 2017 16:19
Λίφτινγκ στην πόλη των Αγγέλων

Η Rockstar σε ρόλο εκδότη κυκλοφόρησε το 2011 το L.A. Noire. Υπεύθυνο γι’ αυτή τη δουλειά είναι το ανεξάρτητο Αυστραλιανό στούντιο Team Bondi και αποτελεί το πρώτο και μοναδικό παιχνίδι του, αφού μετά από μόλις ένα τρίμηνο απ’ το launch, το στούντιο για οικονομικούς και σοβαρούς λόγους κακής διαχείρισης έκλεισε. Το L.A. Noire ήταν ένα αρκετά φιλόδοξο project, εισήγαγε καινοτόμες και επαναστατικές για την εποχή τεχνολογίες πάνω στο facial animation (MotionScan όπως το ονομάζει) αλλά και τεχνικές κινηματογράφησης που αναγνωρίστηκαν από το Tribeca Film Festival, γράφοντας έτσι το όνομά του στην ιστορία ως το πρώτο βιντεοπαιχνίδι που παρουσιάστηκε ποτέ στο φεστιβάλ, ανοίγοντας τον δρόμο ώστε να ακολουθήσει μετά το Beyond Two Souls της Quantic Dream. Σε αντίθεση με τα παιχνίδια του David Cage, το L.A. Noire δεν προσπάθησε να γίνει interactive movie, αλλά επηρεασμένο από τα film noire όπως το Chinatown, L.A. Confidential και φυσικά τα παιχνίδια της Rockstar,  ένα adventure κατά κανόνα, cinematic video game, απαλλαγμένο ωστόσο (όσο το δυνατόν) από τεχνικές που θα το προσδιόριζαν ως «απλό» βιντεοπαιχνίδι. Πολλοί εύλογα βλέποντας Rockstar στο εξώφυλλο να είχαν την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα noire Grand Theft Auto. Όμως το πόνημα της Team Bondi μπορεί να έχει άρωμα από GTA, αλλά βαδίζει σε δικά του μονοπάτια, αφού ουσιαστικά αφορά ένα γραμμικό story driven αστυνομικό θρίλερ.

Σεναριακά βρισκόμαστε λίγο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο στο 1947, όπου η Αμερικανική κοινωνία του Los Angeles προσπαθεί να ορθοποδήσει και να στήσει μέσα από τον υπόκοσμο, το έγκλημα, τη διαφθορά και την ανηθικότητα, τα θεμέλια της βιτρίνας του «Αμερικανικού ονείρου» που θα «πουλήσει» αργότερα στον υπόλοιπο κόσμο. Πρωταγωνιστής στο παιχνίδι είναι ο πρώην βετεράνος πεζοναύτης του πολέμου και νυν αστυνομικός Cole Phelps, ο οποίος μέσω των υποθέσεων θα κερδίσει τον βαθμό του ντετέκτιβ διαλευκαίνοντας υποθέσεις. Καθώς ανεβαίνει στην ιεραρχία στης αστυνομίας θα περάσει από πέντε διαφορετικά τμήματα (Traffic, Homicide, Vice και Arson), αλλάζοντας στην πορεία συναδέλφους και περιοχές. Συνολικά οι υποθέσεις του βασικού σεναρίου που θα έρθετε αντιμέτωποι είναι 21 αλλά μιας και η επανέκδοση αυτή περιέχει όλα τα DLC που κυκλοφόρησαν, ο αριθμός αυτών ανεβαίνει στις 25. Εκτός από τις βασικές υπάρχουν άλλες 40 προαιρετικές αποστολές, τα λεγόμενα Street Crimes το οποία εμφανίζονται ως κλίσεις στον ασύρματο καθώς περιηγείστε στον χάρτη και είναι επιλογή του παίκτη αν θα ασχοληθεί ή όχι. Ουσιαστικά αυτές δεν προσφέρουν τίποτα στη δομή του σεναρίου παρά μόνο κάποιες έξτρα ώρες ενασχόλησης δευτερεύουσας σημασίας, αποκομμένες από το υπόλοιπο παιχνίδι.

Η ίδια τώρα δομή του παιχνιδιού αποτελείται όπως είπαμε από 2γ5 υποθέσεις που ο παίκτης καλείται ως Cole να λύσει, οι οποίες ενώ ως αυτόνομες υποθέσεις μεταβάλλονται ως προς το τελικό αποτέλεσμα σύμφωνα με τις επιλογές του παίκτη, δεν επηρεάζουν ωστόσο το βασικό σενάριο το οποίο είναι προδιαγραμμένο. Δεν έχει σημασία δηλαδή κατά πόσο επιτυχημένα θα λύσετε το μυστήριο σε μια υπόθεση και τι ποσοστό θα πιάσετε στην τελική βαθμολογία μετά από κάθε επίλυση ή λανθασμένο συμπέρασμα. Η ιστορία θα εξελιχθεί όπως και να έχει προς τα εκεί που το studio θέλει να την πάει, ανεπηρέαστη από τις επιλογές σας. Γι’ αυτό προφανώς δίνεται και η δυνατότητα να επαναλάβουμε κάποιες, οποιαδήποτε στιγμή επιθυμούμε από το main menu, δημιουργώντας αυτόματα ξεχωριστό save από αυτό του κεντρικού παιχνιδιού. Ξέρω ότι κάποιους θα τους ξενίσει αυτό μιας και σήμερα έχουμε μάθει οι επιλογές μας σε παρόμοια παιχνίδια να έχουν χειροπιαστό αποτέλεσμα, όμως τα παιχνίδια δεν χρειάζεται να είναι όλα Heavy Rain, Mass Effect ή Witcher 3. Κάποια (όπως παραδείγματα υπάρχουν πολλά) μπορούν να αφηγηθούν μια ενδιαφέρουσα και πολλές φορές αριστουργηματική ιστορία ακόμα και μέσα από τη γραμμικότητα.

Το L.A. Noire είναι ένα από αυτά τα παιχνίδια. Το σενάριό του απευθύνεται σε ενήλικο κοινό. Είναι ώριμο, πειστικό, ωμό, σκληρό και δεν χαϊδεύει ούτε αντιλήψεις, ούτε προκαταλήψεις. Ακολουθεί το ταξίδι του ήρωα που βλέπουμε σε κάθε σενάριο με υποκινητικό επεισόδιο, δράση, κορύφωση, σύγκρουση και νέμεση αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει λύτρωση. Η Team Bondi παρέκκλινε από τα σεναριακά στάνταρ και κινήθηκε σε τέρμα ρεαλιστικά μονοπάτια που σε κάποιους θα αρέσει σε κάποιους όχι. Εμένα με έκανε να σηκωθώ και να πηγαίνω πάνω κάτω στο δωμάτιο από τα νεύρα μου. Όχι για τις επιλογές του στούντιο αλλά γιατί πνιγόμουν από αυτό που έβλεπα. Δε μου άρεσε, ήθελα να πετάξω πράγματα στην οθόνη, αλλά κατάλαβα ότι ο ρεαλισμός τις περισσότερες φορές θυσιάζει όχι απαραίτητα την εικόνα του, όσο αυτό που περιμένουμε και έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ως έκβαση στο ταξίδι της ιστορίας ενός ήρωα. Κι’ αυτό ως επιλογή δε μπορούσα παρά να το σεβαστώ. Στο L.A. Noire δένεσαι τόσο με τους χαρακτήρες που όταν έρθεις αντιμέτωπος με το φινάλε ή θα μείνεις στήλη άλατος ή θα χαστουκίσεις κανέναν δίπλα σου!

Η επίλυση των υποθέσεων βασίζεται στην εύρεση και εξέταση στοιχείων, στην ανάκριση υπόπτων αλλά κατά κύριο λόγο στην παρατηρητικότητα αυτών μέσω των αντιδράσεων στις εκφράσεις τους. Ομολογουμένως έχει γίνει άψογη δουλειά στο facial animation και το MotionScan λειτουργεί τρομακτικά καλά στην απόδοση εκφραστικών συναισθημάτων. Παρόλα αυτά τα στοιχεία έκφρασης που υποδηλώνουν ότι κάποιος ψεύδεται, όπως το να κοιτάζει αμήχανα γύρω του, να δαγκώνει τα χείλη του, να έχει τικ ή απλά να μπερδεύει τα λόγια του, είναι τόσο έντονα αποδοσμένα που ακόμα κι έναν πίθηκο να βάλουμε να παίξει το παιχνίδι θα το καταλάβει. Η δε λεπτομέρεια στα πρόσωπα των χαρακτήρων πολλές φορές μοιάζει δυσανάλογη σε σχέση με το υπόλοιπο μοντέλο του χαρακτήρα κι αυτό σε στιγμές χτυπάει άσχημα στο μάτι μεν, όμως δε φτάνει σε βαθμό να γίνει ενοχλητικό. Τεχνικά λοιπόν το MotionScan είναι ασφαλώς επίτευγμα, πρακτικά όμως οι δημιουργοί ήθελαν τόσο πολύ να δείξουν τι έκαναν που υπερέβαλλαν, κοστίζοντας έτσι στην αίσθηση ικανοποίησης του να βρει ο παίκτης μόνος του τι συμβαίνει με τον μάρτυρα και να τον βάλει στη διαδικασία να σκεφτεί.

Το αστυνομικό δαιμόνιο του ντετέκτιβ όμως ικανοποιείται από την σύνδεση στοιχείων με το πρόσωπο που ανακρίνουμε κι αυτό ως ένα βαθμό αφήνεται στην ελευθερία κρίσης του παίκτη. Δηλαδή μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν ύποπτο αν θέλουμε αλλά αν το κάνουμε χωρίς να έχουμε αποδείξεις η ανάκριση θα τελειώσει άδοξα. Ο Cole έχει μαζί του ένα μπλοκάκι όπου σημειώνει τις ερωτήσεις που θα κάνει καθώς και τα πιθανά στοιχεία που μπορεί να συνδέσει και να αντικρούσει το ψέμα ή να κατηγορήσει. Μετά από κάθε ερώτηση, αυτόματα στο μπλοκάκι σημειώνεται δίπλα της με ένα τικ αν τα κάναμε όλα σωστά ή με ένα Χ αν κάναμε λάθος. Ένα Χ μπορεί να μην έχει σοβαρή επίπτωση ως προς την τελική αξιολόγηση της υπόθεσης, δηλαδή μπορεί απλά να μην αποκαλυφθεί ένα πρόσωπο ή μια τοποθεσία ή μια επιπλέον ερώτηση στον επόμενο ύποπτο. Αν όμως είναι περισσότερα η υπόθεση μπορεί να πάει εντελώς στραβά και να μην φτάσουμε ποτέ στον πραγματικό υπαίτιο ή ακόμα χειρότερα να συλλάβουμε έναν αθώο και να τα ακούσουμε από τον αρχηγό μας. Ως προς την εύρεση στοιχείων το παιχνίδι μας πιάνει απ’ το χεράκι και μας βάζει σε έναν περιορισμένο χώρο να ψάξουμε ειδοποιώντας μας με δόνηση του χειριστηρίου ή με νότες πιάνου αν υπάρχει κάτι κοντά μας για να ψάξουμε. Ναι υπάρχει πιθανότητα να χάσουμε κάποιο στοιχείο, αλλά αυτά που έχουν σημασία θα τα βρούμε όπως και να’ χει.

Εν κατακλείδι το «άγχος» του παίκτη δεν έχει να κάνει με το να καταλάβουμε αν ο ύποπτος λέει ψέματα, ούτε με την εξερεύνηση και εύρεση στοιχείων. Έχει να κάνει με την σύνδεση αυτών και των υπόπτων ώστε να καταλήξουμε σε συμπέρασμα και να συλλάβουμε τον πραγματικό υπαίτιο. Μη νομίζεται όμως ότι όλα τα υπόλοιπα είναι απλά μια αγγαρεία. Απεναντίας είναι τρομερά απολαυστική διαδικασία και σε βάζει εντελώς στη θέση του ντεντέκτιβ. Η διαδικασία προσέγγισης του υπόπτου που είχαμε δει στην αρχική έκδοση του παιχνιδιού, δηλαδή τα Truth, Doubt, και Lie πλέον στο remaster έχουν αντικατασταθεί από τα Good Cop, Bad Cop και Accuse. Το μόνο βέβαια που αλλάζει είναι η ονομασία. Το αποτέλεσμα είναι ακριβώς το ίδιο απλά κατά τη γνώμη μου τώρα είναι πιο ταιριαστή και δεν απορεί ο παίκτης από πού προήρθε ξαφνικά το ξέσπασμα του Cole όταν επί παραδείγματι πατούσε Doubt. Τώρα ξέρει πως όταν επιλέξει να προσεγγίσει τον ύποπτο ως Bad Cop ο χαρακτήρας μας θα είναι εκρηκτικός. Δυστυχώς όμως αυτή η υποτιθέμενη ελευθερία είναι απλά μια ακόμα ψευδαίσθηση αφού ο παίκτης αν πραγματικά θέλει να έχει αποτέλεσμα η ανάκριση, θα πρέπει να φερθεί με τον «σωστό» τρόπο που το studio έχει ορίσει.

Ουσιαστικά δεν έχουμε την επιλογή να είμαστε «καλοί» ή «κακοί» όπως γινόταν στο Mass Effect με το «Paragon» και «Renegade» και να συνεχιστεί η ιστορία. Στο L.A. Noire περιοριζόμαστε στο να μαντέψουμε με ποια αντίδραση θα έχουμε αποτέλεσμα.  Εκτός από τις ανακρίσεις και την εύρεση στοιχείων το παιχνίδι περιλαμβάνει ως μέρος των υποθέσεων ή ξεχωριστά, καταδίωξη με τα πόδια ή το περιπολικό, καθώς φυσικά και ανταλλαγή πυρών με όπλα. Ωστόσο αυτά δεν ορίζουν το παιχνίδι, δεν υπάρχουν στο βαθμό που υπάρχουν στο GTA κι συγκροτούν απλά τη γαρνιτούρα στο πιάτο. Δεν είναι παράταιρα είναι απολαυστικά και αποτελούν ένα ευχάριστο διάλειμμα από το βασικό πυρήνα του παιχνιδιού. Δεν είναι ωστόσο όλα περιορισμένα στο L.A. Noire. Ο παίκτης μπορεί να περιηγηθεί και να εξερευνήσει την πόλη (λύνοντας αν επιθυμεί ενδιάμεσα Street Crimes) είτε απλά κλέβοντας χρόνο από μια βασική υπόθεση είτε απλά κάνοντας βόλτες στο τέλος. Η αίσθηση της πόλης του ’40 είναι αναμενόμενα τέλεια αποδοσμένη. Η υπέροχη παρουσίαση πριν από κάθε υπόθεση με το ασπρόμαυρο φιλμ, την jazz μουσική, τα αυτοκίνητα, τα ρούχα των κατοίκων, τη μουσική του ραδιοφώνου, τις διαφημιστικές πινακίδες στο δρόμο, τα τηλέφωνα, ο τρόπος που σε κάνει να βρεις πληροφορίες σε ένα κόσμο δίχως internet, όλα αυτά βάζουν τον παίκτη δυνατά μέσα στο κλίμα της εποχής. Σε συνδυασμό μάλιστα με την ενδιαφέρουσα και ρεαλιστική του ιστορία, συντελούν σε ένα πολύ ελκυστικό πακέτο που παρά τα θέματά του σε παρασύρει και σε βυθίζει στο ρόλο του πρωταγωνιστή και του κόσμου του.

Περνώντας στην ουσία αυτής της επανέκδοσης τα γραφικά, όπως είναι αναμενόμενο έχουν υποστεί ελαφρώς «λίφτινγκ». Η ανάλυση έχει ανέβει στα 1080p χωρίς ωστόσο (προς το παρόν) 4Κ υποστήριξη. Το frame rate έμεινε κολλημένο στα 30 και το φαινόμενο pop up (στο οποίο εμφανίζονται ξαφνικά δέντρα ή σπίτια από το πουθενά) συνεχίζει να υφίσταται κι εδώ κάνοντας πιο αισθητή την παρουσία του στις σκηνές οδήγησης. Εκτός λοιπόν απ’ την ανάλυση, τα σταθερά 30fps, κάποια πιο λεπτομερή textures σε επιφάνειες και ρούχα καθώς στην ελαφριά βελτίωση του draw distance, δεν έχει γίνει κάτι κραυγαλέο που θα κάνει έναν fun να τρέξει να το ξαναπληρώσει. Επίσης, μεγάλο φάουλ για μένα είναι και η απουσία πολυκάναλου ήχου.

Συνοψίζοντας : Μετά από 6 χρόνια το L.A. Noire επανακυκλοφορεί και μας βάζει στη θέση του ντεντέκτιβ. Όπως και τα περισσότερα remasters απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε παίκτες που δεν έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με τον τίτλο. Οι βελτιώσεις υπάρχουν αλλά σε καμία περίπτωση δε στέκονται ικανές ώστε να κάνουν κάποιον που το έπαιξε στην προηγούμενη γενιά να το ξαναπληρώσει και στη τρέχουσα. Οι μόνοι λόγοι είναι συλλεκτικοί ή νοσταλγικοί. Πρόκειται για ένα αξιόλογο αστυνομικό θρίλερ, από αυτά που βγαίνουν μετρημένα στα δάχτυλα και γι’ αυτό το λόγο προτείνεται ανεπιφύλακτα.  
Box Art
Tested on : PS4
Developer : Rockstar Games
Publisher : Rockstar Games
Distributor : CD Media
Available for : PS4, Xbox One, Nintendo Switch
Release date : 2017-11-14