Homefront: The Revolution - Review

Homefront: The Revolution - Review

25 Μαΐου 2016 01:14
Κάρβουνο στην Φιλαδέλφεια

Το Homefront: The Revolution τελειώνει με ένα μήνυμα από τον creative director του, στο οποίο ο τελευταίος αναγνωρίζει πως η ανάπτυξη του παιχνιδιού πέρασε από σαράντα κύματα. Για την ιστορία, το αρχικό Homefront κυκλοφόρησε το 2011, όταν το franchise ανήκε ακόμα στην THQ. Με την THQ, λοιπόν, στο τιμόνι πάρθηκε και η απόφαση για το sequel, το οποίο ξεκίνησε να αναπτύσσει η Kaos Studios. Μετά τη χρεοκοπία της THQ, η Crytek αγόρασε τα δικαιώματα και συνέχισε την ανάπτυξη, μέχρι που τελικά πούλησε το franchise στην μητρική εταιρία της Deep Silver και την ανάπτυξη ανέλαβε η Dambuster Studios.

Αυτό το έμμεσο συγνώμη δεν είναι όμως αρκετό για εμένα, όταν το παιχνίδι συνεχίζει να ζητάει 60. Δε μπορώ να ξεπεράσω το framerate των 15 fps, τους αντιπάλους που εμφανίζονται και εξαφανίζονται δια μαγείας από μπροστά μου, τα κολλήματα των 10 δευτερολέπτων που συνέβαιναν κάθε τρεις και λίγο, τους NPC που περπατούν μέσα σε τοίχους και αντικείμενα, τα physics που το μόνο που δεν έκαναν είναι να ακολουθούν τους νόμους του Νεύτωνα, το χαρακτήρα μου που κολλούσε διαρκώς σε αντικείμενα και τα δεκάδες ακόμα προβλήματα που συνάντησα.

Επειδή, όμως, νιώθω πως θα εκτροχιαστώ αν ξεκινήσω με τον απαράδεκτο τεχνικό τομέα, θα πάρω τα πράγματα με τη σειρά. Το Homefront: The Revolution μάς μεταφέρει στο μέλλον και σε μια Αμερική που όντας για χρόνια εξαρτημένη από την τεχνολογία της Βόρειας Κορέας απέκτησε ένα τεράστιο χρέος προς αυτήν. Το χρέος αυτό ανάγκασε τη Βόρειο Κορέα να απενεργοποιήσει τα όπλα με τα οποία είχε εφοδιάσει τους Αμερικάνους, να επέμβει και να καταλάβει τη χώρα. Τα γεγονότα του παιχνιδιού λαμβάνουν χώρα το 2029 στην πόλη της Φιλαδέλφειας. Ένα τεράστιο μέρος της πόλης είναι κατεστραμμένο από τις επιθέσεις Κορεατών, ενώ η Νέα Φιλλαδέλφια είναι γεμάτη από στρατιωτικούς που βρίσκονται εκεί για να επιβάλουν την τάξη. Μια αντιστασιακή ομάδα εργάζεται παρασκηνιακά για να ανακτήσει την ελευθερία των πολιτών.

Ο χαρακτήρας, το ρόλο του οποίου ανέλαβα, είναι ο Ethan Brady, ένα νέο μέλος της αντίστασης. Καθ' όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού παραμένει σιωπηλός και απλά κάνει ότι του πουν τα μέλη της αντίστασης, χωρίς να ρωτά ή γενικά να αναρωτιέται το γιατί. Η ιστορία πέρα από προβλεπόμενη πλαισιώνεται από γεμάτους κλισέ χαρακτήρες και συνολικά στερείται έμπνευσης και πρωτοτυπίας . Συγκεκριμένα, ξεκινά με τον Benjamin Walker, αρχηγό της αντίστασης να καταλαμβάνεται από τις εχθρικές δυνάμεις. Επειδή, είναι ο μόνος ικανός να ξεκινήσει την επανάσταση, χάρις την ικανότητά του να χειρίζεται το λόγο, προσπαθούμε να τον σώσουμε. Ο τίτλος πραγματικά αναλώνεται σε αυτό το θέμα για περισσότερες ώρες από όσο έπρεπε και εν τέλη η ιστορία διαμορφώνεται ως ένα από τα μελανά σημεία του.

Ξεπερνώντας την ιστορία, το concpet συνολικά είναι ενδιαφέρον και η εκτέλεση του είναι από τα θετικά σημεία του παιχνιδιού. Οι δρόμοι των διαφόρων περιοχών είναι γεμάτοι από καταπιεσμένους πολίτες που έπειτα από τις δικές μας ενέργειες βγαίνουν στους δρόμους και επαναστατούν, κάνοντας πορείες, σχετικά graffiti στους τοίχους, καταστρέφοντας την ιδιοκτησία και τα κτήρια του δικτατορικού καθεστώτος και βάζοντάς τα γενικά με τις ένοπλες δυνάμεις. Οι περιοχές του κόσμου που δεν είναι κατοικημένες από πολίτες είναι εξίσου όμορφες. Είναι εμφανές πως στο παρελθόν έλαβε χώρα ένας κανονικός πόλεμος σε αυτές. Τα απομεινάρια του πολιτισμού είναι διάσπαρτα και σε αυτές τις περιοχές γίνεται και η μεγαλύτερη μάχη μεταξύ της αντίστασης και των καταπιεστικών δυνάμεων. Όλες οι περιοχές είναι διαφορετικές οπτικά και σε ορισμένα σημεία ο σχεδιασμός τους, αλλά και η αίσθηση της επανάστασης ή η δικτατορική καταπιεστική αίσθηση που καταφέρνει μερικές φορές να μεταφέρει το παιχνίδι, εντυπωσιάζει.

Το gameplay, σε αντίθεση με την κακή και αδιάφορη ιστορία, κινείται σε μέτρια επίπεδα, κρίνοντας το με αρκετή επιείκεια. Η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το αρχικό παιχνίδι είναι είναι ότι το Homefront: The Revolution είναι open-world shooter. Όσον αφορά το κομμάτι αυτό, έχουμε να κάνουμε με μια κοινότοπη δομή που προσεγγίζει πάρα πολύ αυτή των παιχνιδιών της Ubisoft. Δηλαδή, ο χάρτης του είναι γεμάτος από μικρές αποστολές που μπορούμε να κάνουμε για να ελευθερώσουμε σταδιακά κάποια κομμάτια του, όπως είναι για παράδειγμα τα Radio Towers και τα Outposts του Far Cry. Σε αυτές τις αποστολές πρωταγωνιστούν συνήθως εχθρικές βάσεις που πρέπει να καταλάβουμε, ή απρόσιτες εγκαταλελειμμένες περιοχές που πρέπει να σκαρφαλώσουμε και να τις ανακτήσουμε για την αντίσταση.

Αυτή είναι η δεύτερη και συχνότερη κατηγορία που παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον, χάρις το καλό σε σημεία level design και γιατί προωθεί την εξερεύνηση του περιβάλλοντος, το οποίο όπως σημείωσα και εκ των προτέρων είναι ίσως το μεγαλύτερο θετικό του παιχνιδιού. Αυτές οι πινελιές εξερεύνησης, λοιπόν, σε συνδυασμό με την πληθώρα από loot που μπορούμε να βρούμε στα καταφύγια της αντίστασης που είναι σκορπισμένα στο χάρτη και το πλούσιο οπλοστάσιο, είναι που χαρίζουν μερικά χαμόγελα στον παίκτη. Άξια αναφοράς είναι τα όπλα που μπορούν να παραμετροπιηθούν, να αναβαθμιστούν και να μετατραπούν. Το βασικό πιστόλι για παράδειγμα μπορούμε ακόμα και μέσα στη μάχη να το μετατρέψουμε σε SMG.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του παιχνιδιού είναι το πόσο επαναλαμβανόμενο είναι.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του παιχνιδιού είναι το πόσο επαναλαμβανόμενο είναι. Στις 20 ώρες που έπαιξα συνολικά κλήθηκα να καταλάβω τόσες εχθρικές βάσεις και να σκαρφαλώσω σε τόσα σημεία για να φτάσω κάποια εχθρική κονσόλα ή κάποια κεραία και εν τέλει να παίξω το ίδιο hacking minigame, έτσι ώστε πραγματικά το ταξίδι μου στην καταπιεσμένη Φιλαδέλφεια, να μοιάζει με μαρτύριο. Το ίδιο το βασικό campaign έχει ελάχιστα set-pieces και αποστολές που ξεχωρίζουν. Τα objectives είναι κοινότοπα, επαναλαμβανόμενα και θυμίζουν κακά fetch quests, ενώ το παιχνίδι τρεις φορές με ανάγκασε να ασχοληθώ με τις άκρως επαναλαμβανόμενες παράπλευρες αποστολές για να συνεχίσω με την ιστορία.

Οι shooting μηχανισμοί, το βασικό συστατικό ενός shooter δηλαδή, είναι εμφανές πως ήθελαν περισσότερη δουλειά. Τα όπλα έχουν υπερβολικό recoil και σε συνδυασμό με το framerate που έπεφτε...στο πάτωμα κατά τις μάχες, έκαναν τη στόχευση πολύ δύσκολη. Η αίσθηση των όπλων επίσης δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο, ενώ τα τεχνικά προβλήματα συνεχίζουν να υφίστανται και εδώ, καθώς εντόπισα πρόβλημα ακόμη και με το reload! Επιπλέον, ορισμένοι αντίπαλοι αν και βρισκόμουν μπροστά τους αγνοούσαν την παρουσία μου, ενώ άλλοι με πετύχαιναν με χειρουργική ακρίβεια από τεράστιες αποστάσεις. Μιας και μιλάω για τους εχθρούς δε πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω πως η ποικιλία τους είναι μικρή και τα μοντέλα των περισσότερων μοιάζουν υπερβολικά. Πέρα από το shooting, το παιχνίδι διαθέτει και κάποιους επιφανειακούς stealth μηχανισμούς που μόνο και μόνο από όσα έχω αναφέρει ήδη για την AI καταλαβαίνετε τι επιπέδου είναι. Δεν μπορώ να παραλείψω το γεγονός πως οι εχθροί μερικές φορές, κυρίως όταν έτρεχα, έκαναν pop-up, πετάγονταν δηλαδή ξαφνικά μπροστά μου.

Βασιλιάς των προβλημάτων φυσικά και είναι το framerate. Το παιχνίδι ελάχιστες φορές πιάνει τα 30 καρέ ανά δευτερόλεπτο. Συνήθως τρέχει με περίπου 20 fps, ενώ κάθε φορά που γίνεται autosave, το παιχνίδι παγώνει για έως και 10 δευτερόλεπτα!

Ολοκληρώνοντας με τα του gameplay, ο ανοιχτός κόσμος του παιχνιδιού είναι χωρισμένος σε μεγάλες περιοχές και στο ταξίδι από την μια στην άλλη, μεσολαβεί και ένα loading screen. Στις μεγαλύτερες περιοχές για τη γρηγορότερη πλοήγηση υπάρχουν διασκορπισμένες διάφορες μηχανές βουνού. Οι μηχανισμοί της οδήγησης είναι τόσο κακοί που πραγματικά ένιωθα πως η μηχανή μου κυλάει σε πάγο. Η προχειρότητα του συγκεκριμένου κομματιού είναι τέτοια που ακόμα και στην περίπτωση που πατούσα κάποιον αντίπαλο με τη μηχανή, είτε αυτός απλά μετακινούνταν σαν να μη συνέβη τίποτα, είτε δια μαγείας περνούσα από μέσα του.

Ήρθε η ώρα να περάσω στον τεχνικό τομέα. Αξίζει να αναφερθεί πως ο τίτλος τρέχει σε 1080p ανάλυση στο PS4. Συνολικά η ποιότητα των γραφικών, αν και σε πολύ καλά επίπεδα, κάνει σκαμπανευάσματα. Tα εφέ της βροχής και της φωτιάς είναι πανέμορφα, όπως είναι επίσης και μερικές γεμάτες λεπτομέρειες γωνιές του κόσμου. Ωστόσο υπάρχουν και σημεία που θυμίζουν παιχνίδι του PS3 και του Xbox 360, ενώ συνολικά παρά την ικανοποιητική ανάλυση το παιχνίδι δε ξεχωρίζει για την καθαρή του απεικόνιση. Αν ξεκινήσω τώρα να λέω τα προβλήματα που συνάντησα νομίζω πως δεν θα τελειώσω ποτέ και ήδη έχω αναφέρει πολλά. Συνολικά, τα καλά ακόμη και τα μέτρια σημεία του παιχνιδιού χάνουν κάθε ουσία μπροστά στον τεχνικό τομέα.

Για παράδειγμα το κλίμα της επαναστάτης, με τους πολίτες να έχουν βγει εξαγριωμένοι στους δρόμους, χάνει πολλούς πόντους με κάθε NPC που έβλεπα να κολλάει σε τοίχους και γωνίες ή να κάνει τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Το παιχνίδι στην κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή αγγίζει τα όρια του unplayable. Βασιλιάς των προβλημάτων φυσικά και είναι το framerate, το οποίο ελάχιστες φορές πιάνει τα 30 καρέ ανά δευτερόλεπτο. Συνήθως τρέχει με περίπου 20fps, ενώ κάθε φορά που γίνεται autosave, το παιχνίδι παγώνει για έως και 10 δευτερόλεπτα! Και δυστυχώς κάνει συχνά autosave. Πανωλεθρία! Η μίξη του ήχου είναι εξίσου προβληματική. Πολλές φορές άκουσα να παίζουν λάθος ηχητικά εφέ ή να λείπουν εξολοκλήρου, με τους υπότιτλους συχνά να μη συμβαδίζουν με τα λεγόμενα των χαρακτήρων. Στον αντίποδα, το soundtrack του παιχνιδιού είχε μερικές ευχάριστες εκπλήξεις, με κάποια απολαυστικά ambient μουσικά κομμάτια. Τέλος, ο τίτλος προσφέρει τρία επίπεδα δυσκολίας, όσον αφορά το βασικό campaign του, με το μεσαίο από αυτά να μου πήρε περίπου 20 ώρες. Επιπλέον, υπάρχει και η επιλογή του co-op, το οποίο είναι γεμάτο από επιλογές παραμετροποίησης για το χαρακτήρα σας και με πράγματα για να ξεκλειδώσετε.

Συνοψίζοντας : Από την πρώτη κιόλας στιγμή που έβαλα το δίσκο στην κονσόλα μου, ο προβληματικός τεχνικός τομέας του Homefront: The Revolution είναι αυτός που έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εμπειρία μου. Δίχως υπερβολή το παιχνίδι είναι σχεδόν unplayable. Κοιτώντας, ωστόσο, κάτω από την στοίβα των σοβαρών τεχνικών προβλημάτων, συνάντησα μια γεμάτη κλισέ, δίχως έμπνευση ιστορία, gameplay μηχανισμούς που είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μέτριοι και ένα άκρως επαναλαμβανόμενο βασικό campaign. Δεν νομίζω πως το ενδιαφέρον concept, το ελκυστικό και άρτια αποδοσμένο setting και το οπλοστάσιο να είναι αρκετά για να με κάνουν να προτείνω τον τίτλο σε κάποιον, ειδικά στην κατάσταση που βρίσκεται αυτή τη στιγμή.
Box Art
Tested on : PS4
Developer : Dambuster Studios
Publisher : Deep Silver
Distributor : Enarxis Dynamic Media
Available for : PS4, Xbox One, PC
Release date : 2016-05-20