Shadow of the Beast - Review

Shadow of the Beast - Review

18 Μαΐου 2016 18:36
"Κλείσε τα φώτα και την πόρτα. Αυτό πρέπει να είναι καλό"

Βάλτε αυτό να παίζει στο background.

Πρέπει να ήταν Φεβρουάριος του 1994, όταν ο φίλος μου ο Μάκης, πήρε ένα καινούργιο παιχνίδι για το SEGA και με πήρε τηλέφωνο για να μου πει να πάω να το δούμε μαζί γιατί φαινόταν τρομαχτικό. Ήμασταν 8 χρονών τότε και μόλις είχαμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε τι μας γίνεται. Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι του Μάκη, και κρατούσε μία κασέτα που έξω έγραφε Shadow of the Beast και ήταν έτοιμος να τη φυσήξει και να την καρφώσει στο κατάμαυρο Master System II. «Περίμενε!» του λέω. «Να κλείσουμε την πόρτα και τα φώτα. Αυτό φαίνεται ωραίο!». Δύο ζευγάρια αθώων ματιών, έμελλε να αντικρίσουν στην SABA τηλεόραση με το ξύλινο σώμα, μία από τις συγκλονιστικότερες, πιο ατμοσφαιρικές και «ψαρωτικές» εισαγωγές που έχουν υπάρξει σε παιχνίδι. Σας το ορκίζομαι, το Shadow of the Beast ήταν το παιχνίδι που με ταρακούνησε και στα 8 μου, μου ψιθύρισε στα αυτιά «μικρέ μου, τα επόμενα χρόνια της ζωής σου, αυτό που μόλις είδες, θα είναι φάρος».

Αφού παίξαμε κανένα μισάωρο, μη μπορώντας να περάσουμε ούτε τα πρώτα 100 μέτρα στο side-scrolling παιχνίδι της Reflections, τα παρατήσαμε. Πήγα στο σπίτι μου και το SEGA για εκείνη την ημέρα δεν ξανάνοιξε. Την επόμενη μέρα στο σχολείο, ο Μάκης μου λέει «θα το πάω πίσω και θα πάρω εκείνο με τα tanks» εννοώντας το Line of Fire. «Όχι, θα το ανταλλάξουμε» του φωνάζω. «Θα σου δώσω το φλας (The Flash) και θα μου δώσεις αυτό!» του πρότεινα. Ο Μάκης το δέχθηκε και η ανταλλαγή έγινε αμέσως μετά το σχολείο. Είδα το Καρουζέλ μου, είδα τη Λώρα στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, έκανα και τα μαθήματά μου και έκατσα με τον αδερφό μου να παίξουμε, σωστά αυτή τη φορά, το παιχνίδι. «Μη το δει η μαμά» μου είπε. «Έχει αίματα» συμπλήρωσε. «Σωστός» του λέω, «κάτσε κοντά στο διακόπτη του SEGA και αν μπει στο δωμάτιο, κλείστο!». Δύο μήνες μας πήρε μέχρι να το τελειώσουμε. Ήταν και θεωρώ πως ακόμη είναι, ένα από τα πιο παράξενα βιντεοπαιχνίδια που έχω παίξει. Όποιος δεν έχει βιώσει την εμπειρία των Shadow of the Beast, απλά δεν έχει βιώσει κάτι πολύ, πολύ σπάνιο.

Ο τίτλος κυκλοφόρησε αρχικά στα AMIGA, εγώ το έπαιξα πρώτη φορά στο Master System II αλλά είχα την τύχη να το ξαναπαίξω μετά από λίγα χρόνια σε μία παράξενη έκδοση του AMIGA CD32, η οποία είναι μάλλον και η καλύτερη έκδοση του παιχνιδιού, με τον ποιοτικότερο ήχο, το πλουσιότερο parallax scrolling και τα ζωντανότερα χρώματα. Μπορεί να κάνω και λάθος, μιας και υπάρχουν πάρα πολλές εκδόσεις, για όλες σχεδόν τις κονσόλες των 90s. Δεν έχει και πολύ σημασία όμως. Το παιχνίδι ήταν και θα είναι ένας ύμνος του gaming.

Μετά από 27 χρόνια, από την αρχική κυκλοφορία του, η Sony θέλει να αναστήσει το χαμένο στο χρονοντούλαπο παιχνίδι της Reflections και της θρυλικής Psygnosis. Ξέρετε τι είδηση είναι για κάποιον σαν κι εμένα, που μεγάλωσε με το πρώτο παιχνίδι, να του λένε «έρχεται και πάλι στο PS4 σου ως remake»; Αν είχατε να δείτε 20 χρόνια ένα παιχνίδι, μάλλον ξέρετε. Για να μπω στο ψητό, το παιχνίδι είναι μία ψηφιακή κυκλοφορία στο PSN, αναπτύσσεται από την Heavy Spectrum Entertainment Labs και κοστίζει €14.99. Με ιδρωμένα από το άγχος χέρια, έπαιξα το Shadow of the Beast και παρακάτω θα διαβάσετε το λόγο που βρίσκομαι σε δίλημμα.

Ο τίτλος αποτελεί remake ή καλύτερα re-imaging του αρχικού AMIGA παιχνιδιού. Ο παίκτης παίρνει το ρόλο του Aarbron, ο οποίος βρίσκεται και πάλι στην αναζήτηση της αλήθειας γι’ αυτό που του συνέβη πριν πολλά χρόνια. Ψάχνει τη λύτρωση, μέσα από το δικό του Γολγοθά. Σεναριακά είναι το ίδιο φειδωλό και παράξενο. Η βουβαμάρα συνεχίζει να υφίσταται και ένα μεγάλο ερωτηματικό στο μυαλό του παίκτη, δηλώνει ξανά βροντερό παρόν. Μέχρι και οι υπότιτλοι στους «διαλόγους», είναι κρυμμένοι αρχικά (ξεκλειδώνονται μέσω των extras, αργότερα), οπότε εσκεμμένα ο δημιουργός δε θέλει να ξέρεις πολλά. Το μόνο που θέλει είναι απλά να συνεχίσεις.

Παικτικά, έχουμε παρόμοια απεικόνιση, δηλαδή ένα κλασικό side-scrolling platform, απλά τρισδιάστατο. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η δομή κάτω από την προαναφερθείσα προοπτική. Πλέον δεν έχουμε random εμφάνιση παγίδων και εχθρών, αλλά λιγάκι πιο στημένη και «λογική» εξέλιξη. Αν και στο παιχνίδι ο παίκτης θα ασχοληθεί αρκετές φορές με παγίδες και πράγματα που θα τον σκοτώσουν, το όλο σκηνικό είναι σαφέστατα πιο βατό. Αυτό που εμένα με ενόχλησε πολύ, είναι η προσθήκη hack and slash μαχών, με τη συνοδεία combo. Εντάξει, αντιλαμβάνομαι πως ζούμε στο 2016 και οι gamers πρέπει να νιώθουν ότι σφάζουν, ότι συμμετέχουν εξαιρετικά ενεργά με τα δάχτυλα, αλλά λιγότερο ενεργά εγκεφαλικά, όμως αυτή η ανελέητη σπλατεριά, δε μου έκατσε καθόλου καλά για ένα Shadow of the Beast. Για να καταλάβετε λιγάκι πως λειτουργεί όλο αυτό: όπως ο Aarbron προχωρά, σε ανύποπτο χρόνο εμφανίζονται δεξιά και αριστερά του πύλες και από εκεί μέσα έρχονται κύματα εχθρών, τους οποίους θα πρέπει να πετσοσφάξει, έτσι ώστε να προχωρήσει παρακάτω.

Η εμφάνιση των μαχών, είναι συχνή και η πρόκληση είναι σχεδόν μηδαμινή, αφού το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να σπαμάρεις το attack. Βέβαια, το gameplay έχει εμπλουτιστεί και με άλλα στοιχεία, όπως τα καλά συγχρονισμένα χτυπήματα που αυξάνουν τους πόντους (εξηγώ παρακάτω), καθώς και ένα αχρείαστο QTE mode που ενεργοποιείται όταν γεμίσει η σχετική μπάρα, μετά από πολλά επιτυχημένα χτυπήματα. Το πρόβλημά μου, δεν είναι ο μηχανισμός αυτός καθαυτός, αλλά η ρηχή φύση του. Δηλαδή, εκτός από μερικά ελάχιστα bosses, η δομή των μαχών είναι ανέμπνευστη και κούφια. Υπάρχουν κάποιοι ενδιαφέροντες γρίφοι, υπάρχουν σκηνικά με παγίδες, αλλά είναι πολύ λίγα στις 5 ώρες που διαρκεί το παιχνίδι. Και το χειρότερο είναι ότι πρακτικά δεν υπάρχει game over, μιας και ο Aarbron ανασταίνεται κάθε φορά, με το μόνο τίμημα να είναι η μείωση των συνολικών πόντων στο τέλος του κάθε επιπέδου.

Για να περάσω και στους πόντους, το παιχνίδι είναι πνιγμένο στη συλλογή τέτοιων, που εκτός από «κοντράρισμα» στα leaderboards, χρησιμοποιούνται και ως το currency του παιχνιδιού. Με τους πόντους, λοιπόν, ο παίκτης μπορεί να βελτιώσει τις ικανότητες του Aarbron μέσω ενός επιφανειακού RPG συστήματος, αλλά και να ξεκλειδώσει διάφορα καλούδια. Και εδώ είναι που το παιχνίδι με εξέπληξε θετικά και έδειξε, ότι τουλάχιστον σε αυτό, σέβεται απολύτως την ιστορία του franchise. Όχι μόνο υπάρχει το παιχνίδι του 1989, έτοιμο προς παίξιμο, αλλά δίνεται και ένας σκασμός από σχετικό υλικό. Το soundtrack, το retrospective, το επίσημο concept art, ένα full video playthrough και άλλα τόσα όμορφα που αφορούν το σύμπαν των Shadow of the Beast, είναι εκεί, έτοιμα προς ξεκλείδωμα. Για να είμαι ειλικρινής, εφόσον η δυσκολία του παιχνιδιού δεν ήταν υψηλή ώστε να με υποχρεώσει να ασχοληθώ με το upgrade του Aarbron, ξόδευα τους πόντους πρώτα σε αυτά και μετά σε ό,τι άλλο περίσσευε.

Τεχνικά το Shadow of the Beast δεν απογοητεύει. Αρχικά μου φάνηκε πολύ φτωχό, αλλά όσο περνούσε η ώρα και έβλεπα τη δουλειά που έχει γίνει στα backgrounds των επιπέδων, το εκτιμούσα όλο και περισσότερο. Τα γραφικά, οι φωτισμοί, τα textures είναι υψηλής ποιότητας και νομίζω πως θα αφήσουν ικανοποιημένους τους πάντες, δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με «μικρή» σχετικά, ψηφιακή κυκλοφορία. Θα μείνω σε δύο πράγματα. Στα επίπεδα και στη μουσική. Όσον αφορά τα επίπεδα, θα δώσω τα εύσημά μου στην ομάδα ανάπτυξης μιας και η δουλειά τους είναι εκπληκτική. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία, είναι απόκοσμα και επιβλητικά, όπως αρμόζει σε ένα «Shadow of the Beast» του 2016.

Από την άλλη, η μουσική με απογοήτευσε οικτρά. Όχι, δεν είναι κακή. Απεναντίας είναι καλοδουλεμένη και πατάει σε νότες του βασικού, αριστουργηματικού πενταγράμμου του David Whittaker, ο οποίος έχει γράψει ένα από τα καλύτερα main theme σε παιχνίδι. Τελεία και παύλα. Αυτό που με χάλασε είναι το ότι πρόκειται για άψυχη μουσική, χωρίς ένταση και συναίσθημα, αλλά γεμάτη από ambient, βουβές μελωδίες. Και το μεγαλείο της αρχικής μουσικής, ξεγυμνώνεται όταν την ενεργοποιήσεις μέσω του extra bonus, που σου επιτρέπει να παίξεις το παιχνίδι με το original soundtrack. Εκεί αντιλαμβάνεσαι το χαοτικό χάσμα του David Whittaker και του Ian Livingstone που έγραψε τη μουσική του remake.

Συνοψίζοντας : Τελικά, αγαπητοί μου αναγνώστες, το συμπέρασμα που προκύπτει από την περίπτωση του Shadow of the Beast, είναι το εξής: η νέα γενιά developers θέλει να φτιάξει παιχνίδια σαν και τότε. Θέλει, αλλά δε μπορεί. Δε μπορεί γιατί η βιομηχανία έχει μεταλλαχθεί, έχει πιει πολλά άγνωστης προέλευσης αντιβιοτικά και φάρμακα και έχει φτάσει σε σημείο που ελάχιστοι είναι αυτοί που μπορούν να προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το σπάνιο, κάτι το αριστουργηματικό. Το παιχνίδι θα το προτείνω μόνο σε αυτούς που ξέρουν τη σειρά. Ειλικρινά δε γνωρίζω αν σε έναν «φρέσκο» gamer έχει κάτι να προσφέρει. Θεωρώ πως ό,τι έχει να πει, το λέει στους παλιούς και αυτό, όχι τόσο μέσω του ίδιου του παιχνιδιού, αλλά μέσω του γιορτινού σκηνικού που κρύβεται στα καλούδια των extras. Αντικειμενικά, δεν είναι κάτι το αξιομνημόνευτο και καλά θα κάνουμε να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ούτε πίσω από τις αναμνήσεις μας. Αυτές υπάρχουν και φυλάσσονται στην καρδιά μας και όχι σε έναν PSN τίτλο των €15.
Box Art
Tested on : PS4
Developer : Heavy Spectrum Entertainment Labs
Publisher : Sony Interactive Entertainment
Distributor : Sony Hellas
Available for : PS4
Release date : 2016-05-17