Firewatch Review

Firewatch Review

11 Φεβρουαρίου 2016 22:14
Μία άβολα εκπληκτική εμπειρία...

Βάλτε αυτό να παίζει στο background.

«Σε αυτόν τον κόσμο, μόνος σου έρχεσαι και μόνο σου φεύγεις» είχε πει κάποτε ένας καθηγητής μου. Δεν αντιλαμβανόμουν τότε το νόημα που πήγαζε από αυτά τα λόγια. «Και η οικογένεια;» έλεγα μέσα μου. «Η οικογένεια, οι φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι που θα βρίσκονται όταν έρθει εκείνη, η ύστατη στιγμή;» αναρωτιόμουν. Στην πορεία ωρίμασα, έκανα τη δική μου οικογένεια, έφτιαξα το δικό μου σπίτι. Παρόλο που με αυτές τις κινήσεις, ουσιαστικά κάνεις κάποιους ανθρώπους ακόμη πιο δικούς σου, όταν το είναι σου ωριμάσει, τα λόγια εκείνου του καθηγητή δεν είναι επιστημονική φαντασία και αρχίζουν να σε χαστουκίζουν καθημερινά, υπενθυμίζοντας πως η μοναδική πραγματική παρέα που έχεις στο ταξίδι σου σε αυτόν τον πλανήτη, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Όσους φίλους και να αποκτήσεις, όσο μεγάλη και όμορφη οικογένεια και να φτιάξεις, κάποια πράγματα, κάποιες σκέψεις, κάποια μυστικά θα τα κρατάς μέσα σου. Σκεφτείτε το. Όλοι μας έχουμε μυστικά που ποτέ κανείς δε θα μάθει. Όσο και να λατρεύεις το παιδί σου, όσο κι αν αγαπάς τη γυναίκα σου, όσο κι αν εκτιμάς το φίλο σου, κάποιες σκέψεις σου δε θα τις μάθουν ποτέ. Ακόμη και ο πόνος, δεν μοιράζεται μεταξύ των ανθρώπων. Τον βιώνουμε μεμονωμένα. Το ίδιο και τον θάνατο. Μόνοι μας γεννιόμαστε και μόνοι μας πεθαίνουμε λοιπόν.

Δε φαντάζεστε πόσο χαρούμενος νιώθω όταν σε μία εποχή όπου η βιομηχανία έχει γίνει σαν μια μηχανή του πιο τυποποιημένου άνοστου κιμά, βλέπω δημιουργίες που θίγουν ερωτήματα και αγγίζουν θέματα όπως αυτό που προανέφερα. Και όχι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αυτά τα παιχνίδια προέρχονται από την ανεξάρτητη σκηνή του game development. Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα, η οποία καθρεπτίζεται στα μάτια των «μικρών» στούντιο, αυτών που δημιουργούν με τα λίγα και ξέρουν με λίγα να λένε πολλά. Μιλούν στη ψυχή των gamers, γρατζουνούν μερικές πληγές τους, τους φέρνουν σε λιγάκι άβολη θέση βάζοντάς τους σε σκέψεις. Αντιλαμβάνεστε ότι τα 99 από τα 100 παιχνίδια που παίζουμε δε θέλουν να σε βάλουν σε σκέψη; Αντιλαμβάνεστε ότι εμείς αυτό το τραγικό ποσοστό το αποδεχόμαστε και συνεχίζουμε να το κρατάμε έτσι υψηλό;

Το Firewatch παρουσιάστηκε στην περασμένη E3 και δε θα σας κρύβω ότι έκτοτε είχε μπει στη λίστα των τίτλων που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Δεν «την είδα» ξαφνικά κουλτούρα, ούτε είμαι τόσο ρομαντικός όσο φαίνομαι. Μου αρέσει και η «blockbusterιά», θα παίξω και το άμυαλο, ξεκούραστο παιχνίδι μου, θα βάλω και τη σαχλαμάρα να περάσει η ώρα μου και μάλλον θα την απολαύσω. Αλλά έχω κάθε δικαίωμα να ζητάω να ταρακουνούμε που και που από καμιά δημιουργία. Δεν είναι κακό. Και αν σας πω πόσο εύκολα και με πόσο απλό τρόπο ταρακουνάει το Firewatch τον παίκτη, θα ανατριχιάσετε.

Το παιχνίδι ξεκινάει με έναν πολύ παράξενο τρόπο. Σου ζητάει να φτιάξεις εσύ την αρχή της ιστορίας του Henry –του κεντρικού πρωταγωνιστή- και της Julia -της συντρόφου του. Μέσα από ένα dialogue επιλογών που διαρκεί περίπου πέντε με δέκα λεπτά, έχεις ήδη φτιάξει την ιστορία, έχεις δεθεί με τους χαρακτήρες και σε πολλά σημεία έχεις ταυτιστεί επικίνδυνα. Ίσως αυτό να επιδίωξαν οι δημιουργοί. Να σου δώσουν μερικές επιλογές, ώστε να ταυτιστείς με το χαρακτήρα.

Ο Henry, λοιπόν, καταλήγει να δουλεύει ως υπάλληλος σε εταιρία πυροπροστασίας, η οποία έχει αναλάβει τη φύλαξη μίας μεγάλης δασικής περιοχής, κάπου στο Wyoming της δυτικής ακτής των ΗΠΑ. Εκεί ζει μόνος του στο δικό του ξύλινο πύργο. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να προσέχει την χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής και να δίνει λύσεις στα μικρά ή μεγαλύτερα προβλήματα που προκύπτουν στο δάσος. Η μοναδική επικοινωνία που έχει είναι με μία γυναίκα ονόματι Delilah, μέσω ασυρμάτου. Η Delilah είναι πριν από τον ίδιο εδώ και ξέρει τα κατατόπια, οπότε και τον καθοδηγεί στα πρώτα βήματα της νέας του δουλειάς. Πολύ γρήγορα η σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ των δύο θα ξεπεράσει τα αναμενόμενα επίπεδα. Θα αρχίσουν να ανταλλάσσουν τις πιο βαθιές και σκοτεινές τους σκέψεις, θα μιλάνε για τα προβλήματα που βιώνουν στον «έξω κόσμο» και θα ταυτιστούν σε πολλά.

Το πόσο γρήγορα καταφέρνει ο τίτλος να σε κάνει να νιώσεις οικεία με μία φωνή, είναι απερίγραπτο. Χάνεται για λίγα λεπτά η επικοινωνία με την Delilah και νιώθεις ήδη μόνος, απροστάτευτος και φοβισμένος. Είναι ένας ιδιαίτερος μηχανισμός, που εξ’ αρχής δημιουργεί την ανάγκη στον παίκτη και στην πορεία χωρίς αυτόν, νιώθεις απαίσια, όπως ακριβώς θα ένιωθε κάποιος σε ένα μοναχικό δάσος. Σε αυτό το απίστευτο δέσιμο, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο έπαιξαν, αφενός οι ερμηνείες των ηθοποιών και αφετέρου η ποιότητα των διαλόγων. Πότε έξυπνοι, πότε τολμηροί, πότε αυθάδεις, οι διάλογοι είναι απολαυστικοί. Απλοί, αλλά εθιστικά όμορφοι.

Θέλοντας να αποφύγω κάθε είδους spoiler, θα μείνω στα εξής. Το σενάριο του Firewatch είναι φοβερά απλό στη σύλληψη, αλλά έχει αποδοθεί με τόσο αριστουργηματικό τρόπο που καταφέρνει να παραδώσει μία κλιμάκωση που δύσκολα συναντάς σε παιχνίδια του σήμερα. Είχα να βιώσω πολύ καιρό τέτοιο σασπένς. Ακόμη και οι ανατροπές και οι αποκαλύψεις προς το τέλος, με άφησαν με το στόμα ανοιχτό. Όχι τόσο για τις πληροφορίες που δέχεσαι όταν ξετυλίγεις το κουβάρι του παράξενου μυστηρίου, αλλά για το πόσο πολύ ταυτίζεσαι με τα συναισθήματα του Henry. Νιώθεις ότι τα συναισθήματα βγαίνουν από εσένα και όχι από έναν χαρακτήρα, μέσα σε ένα ψηφιακό κόσμο. Νιώθεις άβολα με τον εαυτό σου. Νιώθεις ότι κάποιος παρακολούθησε τη ψυχή σου και τώρα τα «βγάζει όλα στη φόρα». «Να μην πω σε κανέναν γι’ αυτό το παιχνίδι» σκέφτεσαι. «Άστο να ξεχαστεί το ρημάδι»…

Παικτικά –ας μου επιτραπεί για ακόμη μία φορά η έκφραση- δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα first-person puzzle adventure είναι που από τον παίκτη ζητάει λίγα. Στο 90% της ενασχόλησης –η οποία παρεμπιπτόντως διαρκεί περίπου 6 ώρες στο σύνολο- ο Henry θα πρέπει απλά να μετακινηθεί μέσα στη δασική περιοχή. Θα του ζητηθεί να βρει κάποια εφόδια, να απελευθερώσει το δρόμο από τσαλιά, να τρομάξει άτακτη νεολαία που δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της φύσης και άλλα τέτοια…απλά. Δε σε ενοχλεί καθόλου όμως που όλα είναι τόσο απλά. Ίσα-ίσα το απολαμβάνεις. Άλλωστε, όλο το ζουμί της υπόθεσης βρίσκεται στη σχέση του Henry και της Delilah. Υπάρχουν στιγμές σε άλλα παιχνίδια που βαριέσαι πολύ τους συνοδευτικούς διαλόγους.

Εδώ σταματάς την κίνηση του Henry στο δάσος για να αφοσιωθείς στην κουβέντα, μην και τυχόν χάσεις κάποια λεπτομέρεια. Το ανέφερα και προηγουμένως, είσαι εθισμένος με τις κουβέντες που ανταλλάσσουν και θέλεις να «ρουφήξεις» και την παραμικρή λέξη που βγαίνει από το στόμα των δύο πρωταγωνιστών. Από την άλλη δεν είναι walking simulator. Θέλω να πω ότι ο παίκτης δε μένει άπραγος, αλλά απεναντίας του ζητείται, συχνά-πυκνά να ολοκληρώσει κάποιο task. Με αυτόν τον τρόπο, οι δημιουργοί έχουν πετύχει μία μοναδική ισορροπία και δίνουν «τυράκι» και σε αυτούς που θέλουν να παίζουν, αλλά και σε αυτούς που θέλουν να «βλέπουν» και κυρίως να «ακούν». Και επαναλαμβάνω, όλα είναι απλά. Τίποτα πολύπλοκο, τίποτα δύσκολο.

Η μαγεία του τίτλου έρχεται να συμπληρωθεί και από το τεχνικό κομμάτι. Τόσο στον τομέα των γραφικών, όσο και του ήχου, το Firewatch μοιράζει χαμόγελα. Η μηχανή γραφικών, αν και χοντροκομμένη και με μπόλικη καρτουνίστικη φιλοσοφία, εντυπωσιάζει με την καθαρότητα, την απλότητα αλλά και την πολύ πλούσια και έντονη χρωματική παλέτα. Όλα είναι όμορφα, όλα είναι καθαρά, όλα είναι λιτά. Από τα απόκρημνα χρυσά βράχια των φαραγγιών, μέχρι τα επιβλητικά, σχεδόν τρομακτικά, κωνοφόρα δέντρα που υψώνονται στις βουνοκορφές, όλα έχουν κάτι να πουν, κάτι να δώσουν στο σύνολο. Και η έκταση του δάσους δεν είναι μικρή. Πολλές φορές θα δημιουργήσει και σύγχυση, μιας και η περιήγηση και η αποτύπωση της θέσης του παίκτη στο χάρτη, θα μετατραπεί σε μικρό εφιάλτη. Αλλά ακόμη κι αν σας φαίνεται πολύ ανεκτικό από την πλευρά μου, θεωρώ πως και αυτό το «γλυκό» μπέρδεμα είναι μέρος της ψυχολογίας του Henry, άρα και της συνολικής εμπειρίας.

Στα του ήχου, τα πράγματα είναι ακόμη καλύτερα. Ήδη μίλησα για εκπληκτικά voice overs και ερμηνείες. Οι ήχοι της φύσης, των φυτών, των δέντρων που τρίζουν όταν δέρνονται από ρεύματα αέρα, είναι τόσο, μα τόσο…αληθινοί! Και μετά έρχεται η μουσική. Θα το πω όσο πιο απλά γίνεται: η μουσική του Firewatch συγκαταλέγεται, πάντα για τα δικά μου γούστα, μέσα στις πιο ουσιαστικές εμπειρίες που έχω ζήσει σε βιντεοπαιχνίδια τα τελευταία χρόνια.

Και δεν είναι απλά εξαιρετική. Έχει μπει χειρουργικά εκεί που πρέπει. Λες και κάποιος διάβαζε το log των συναισθημάτων σου και ήξερε ακριβώς πότε να σε χαστουκίσει, με ποια ακριβώς μελωδία. Αν έχετε σκοπό να αγοράσετε το παιχνίδι από το Steam, δώστε μερικά ευρώ παραπάνω και αγοράστε την έκδοση που δίνει πρόσβαση –και σε lossless ποιότητα παρακαλώ- στο πλήρες soundtrack. Είναι πραγματικά ένα υπέροχο soundtrack.

Συνοψίζοντας : Το Firewatch είναι μάθημα ζωής. Είναι τόσο απλό, τόσο λυτό και τόσο σύντομο, όσο ακριβώς χρειάζεται για να σε ταρακουνήσει. Και σε ταρακουνάει όχι μόνο ως gamer, αλλά και ως άνθρωπο. Είναι το παιχνίδι που θα πάει και θα ξύσει μερικές πληγές που προσπαθείς να επουλώσεις εδώ και χρόνια, θα ξεβράσει συναισθήματα και «λάθη» σου που προσπαθείς καιρό να πνίξεις. Είναι τόσο απλό, αλλά τόσο άβολο. Μπορεί να υπερβάλλω. Μπορεί να ταυτίζομαι λιγάκι παραπάνω από το μέσο gamer μαζί του, αλλά το Firewatch με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Όσοι θέλετε να δοκιμάσετε την τύχη σας, όσοι θέλετε να παίξετε κάτι πολύ σπάνιο, όσοι θέλετε να κολυμπήσετε σε έναν πολύ σύντομο ωκεανό συναισθημάτων, μην το χάσετε.
Box Art
Tested on : PC
Developer : Campo Santo
Publisher : Panic
Available for : PC, PS4
Release date : 2016-02-09