«Δεν είναι λίμνη, είναι ωκεανός», μάς είπε ο Alan Wake στο τέλος του πρώτου ομώνυμου παιχνιδιού και πού να ήξερε πως αυτή η θάλασσα θα τον περάσει από…σαράντα κύματα! Ο τίτλος της Remedy κυκλοφόρησε το 2010 δίπλα στο πρώτο Red Dead Redemption και με μία Microsoft (ως Publisher) να μη δίνει δεκάρα γι’ αυτό που είχε στα χέρια της. Ευτυχώς, το “word of mouth” έκανε τη δουλειά του και το Alan Wake γνώρισε την -παραλίγο- υστεροφημία του και αγαπήθηκε τόσο, που το sequel έγινε ένα από τα πιο πολυπόθητα στο μέσο.
Έκτοτε, ο Sam Lake και η ομάδα του στην Remedy Entertainment, προσπάθησαν να βρουν μια στέγη που να τους προσφέρει αυτό που αξίζουν. Πέρασαν από διάφορα «σπιτικά», έδωσαν ένα αμφιλεγόμενο Quantum Break, αλλά η…μπίλια τούς έκατσε με το Control, το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία και κατά την άποψή μου, αποτέλεσε κομβικό σημείο για τους Φινλανδούς ώστε να βρουν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για να πείσουν και τους πιο δύσπιστους να στηρίξουν ένα μεγάλο -και ακριβό- sequel για το Alan Wake.
Αυτήν την εμπιστοσύνη την κέρδισαν στα μάτια της Epic Games, η οποία σήκωσε εξολοκλήρου το βάρος της χρηματοδότησης ενός τέτοιου πονήματος και εν τέλει, το κοινό πήρε αυτό που ζητούσε. Το Alan Wake 2 είναι γεγονός και δεκατρία χρόνια αργότερα έφτασε για να αποδείξει πως η Remedy είναι ένα από τα πιο ταλαντούχα στούντιο που πλαισιώνουν τη βιομηχανία του gaming. Ο τίτλος είναι ένα σύγχρονο, γυαλισμένο, καλοστημένο και καλαίσθητο στολίδι στο σήμερα, που διαπρέπει σε γραφή, σε αφήγηση, σε gameplay μηχανισμούς και στον τεχνικό τομέα, ενώ χαρίζει μια ολόφρεσκη, απολαυστική και χορταστική εμπειρία, σταθμό στο single player gaming.
Οι Φινλανδοί σε αυτό το παιχνίδι πήραν μερικές πολύ σημαντικές και ριψοκίνδυνες αποφάσεις, οι οποίες προσωπικά με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι παίκτες βιώνουν δύο σενάρια (ένα αυτό της Saga Anderson και ένα αυτό του Alan Wake) είναι ίσως η πιο ζωτικής σημασίας αλλαγή που φέρνει το sequel. Δε δίνει απλά μια τεράστια ποικιλία στο ύφος και στην προσέγγιση της ιστορίας, αλλά «ανοίγει» πολύ τους ορίζοντες, τόσο σε μηχανισμούς, όσο και σε επίπεδο γραφής. Το «κόψε-ράψε» μεταξύ των δύο ιστοριών είναι θριαμβευτικό και υποδειγματικό, ενώ θαρρώ πως αποτελεί ορόσημο για ολόκληρη τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Το πάντρεμα μηχανής γραφικών με live action υλικό γίνεται τόσο ομαλά και πηγαία που σχεδόν σε υπνωτίζει και σε παρασέρνει σε έναν αφηγηματικό κλοιό δίχως να μπορείς να αντιδράσεις. Απλά, το αφήνεις να σε χορέψει στους ρυθμούς του.
Ακόμη και σε επίπεδο μηχανισμών gameplay, έχουν γίνει μερικές πολύ ιδιαίτερες και καινοτόμες προσθήκες, όπως είναι για παράδειγμα το story board του mind place των δύο πρωταγωνιστών ή το feature που επιτρέπει στον Alan Wake να αλλάζει σε πραγματικό χρόνο τα σκηνικά που βλέπει μπροστά του. Δε θα έλεγα πως φέρνουν κάποιου είδους επανάσταση στο μέσο, ούτε πως έχουν υλοποιηθεί άριστα, αλλά δε μπορώ να μην αναγνωρίσω στην Remedy πως προσπάθησε να σερβίρει κάτι πολύ δύσκολο στο πιάτο των gamers και, ως ένα μεγάλο βαθμό, τα κατάφερε.
Τεχνικά, μιλάμε για ένα από τα ομορφότερα βιντεοπαιχνίδια εκεί έξω, με την Northlight Engine να παραδίδει σεμινάρια. Η μηχανή γραφικών, ωστόσο, δεν αρκεί για να αποδοθεί όμορφα κάτι, αλλά χρειάζεται και…«μάτι» που να ξέρει να το αποτυπώσει καλόγουστα στην οθόνη. Σε αυτό, το Alan Wake 2 είναι διαμαντένιο. Από τα κάδρα του και τον τρόπο που χειρίζεται το φως, μέχρι τη σχεδίαση των επιπέδων και τη φωτογραφία, το παιχνίδι μαγεύει. Μουσικά, μπορώ να πω πως το πρώτο παιχνίδι μού άγγιξε περισσότερες χορδές και αν υπάρχει ένα παράπονο που μπορώ με βεβαιότητα να εκφράσω αφορά στο soundtrack, το οποίο βρήκα άψυχο.
Οι Unboxholics ετοίμασαν ένα αναλυτικό video review που καταθέτουμε τις απόψεις για το πόνημα της Remedy Entertainment, το οποίο μπορεί μπορείτε να δείτε πατώντας play στον παρακάτω player.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.