Σε μια βιομηχανία όπου ο οικονομικός παράγοντας επιβάλλει -απολύτως λογικά- μια “κανονικότητα” στηριγμένη στην ορθολογική “ανάγνωση” της αγοράς, είναι πολύ ευχάριστο όταν προκύπτει μια “ανωμαλία” στο σύστημα όπως αυτή του Mario + Rabbids, πόσο μάλλον όταν βρίσκεται ξεκάθαρα στα mainstream κανάλια της. Διότι πρόκειται ξεκάθαρα περί “ανωμαλίας” και μάλιστα, με τους πιο αναπάντεχους πρωταγωνιστές. Παραδοσιακά, η Nintendo δεν είχε “κόλλημα” να πειραματιστεί με τις περιπέτειες του Mario ακόμα και με εξωτερικούς συνεργάτες (βλ. Mario RPG), ωστόσο αυτό ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Μιλάμε για ένα παιχνίδι όπου δυο από τα πιο αναγνωρισμένα παιδικά brands (ο Mario και τα Rabbids) συνδυάζονται για να δημιουργηθεί, μέσα σε ένα απόλυτα χαριτωμένο και kids-friendly περιτύλιγμα, ένα αποτέλεσμα που δεν απευθύνεται ευθέως σε παιδιά.
Αυτή η εξόφθαλμη παράκαμψη της λογικής του marketing και της αγοράς, είναι που κάνει το Mario + Rabbids τόσο ιδιαίτερο, αποδεικνύοντας με τον πιο πειστικό τρόπο πως πρόκειται για ένα δημιούργημα βγαλμένο αυθεντικά και ανόθευτα από τις ορέξεις των δημιουργών του και όχι από κάποιο μπλοκάκι “αναλυτών”, διαφημιστών ή οποιονδήποτε άλλων της επιχειρηματικής πλευράς της βιομηχανίας. Αυτό έπεισε την Nintendo και οφείλουμε να παραδεχτούμε πως είναι προς τιμήν της που δεν το απέρριψε παρόλο το ανορθόδοξο, εμπορικά, concept. Και αφού οι απίθανοι αυτοί τύποι της Ubisoft Milan, έπεισαν ολόκληρη Nintendo να τους εμπιστευθεί την πιο πολύτιμη ιδιοκτησία τους, δεν νομίζω να δυσκολευτούν με τους παίκτες. Αρκεί να του δώσουν την ευκαιρία που δικαίως του αναλογεί. Είναι ξεκάθαρο από κάθε πτυχή του πως είναι φτιαγμένο με μεγάλο μεράκι και αγάπη.
Αυτό φαίνεται τόσο στο εικαστικό του κομμάτι όσο και στην ουσία, το gameplay του δηλαδή. Θα ξεκινήσω από το “περιτύλιγμα” που είναι και το πρώτο με το οποίο έρχεται σε επαφή ο παίκτης. Το παιχνίδι διακρίνεται στον τομέα για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον για την επιτυχημένη αναπαραγωγή της ατμόσφαιρας του Mushroom Kingdom που φανερώνει μια βαθιά κατανόηση του κόσμου του διάσημου (πρώην) υδραυλικού από τους developers. Αν μου έλεγαν πως πρόκειται για παιχνίδι της Nintendo, θα το δεχόμουν χωρίς δεύτερες σκέψεις. Η αίσθηση που σου αφήνει το αποτέλεσμα, από το art direction, τα animations, την χρωματική παλέτα, τα ηχητικά εφέ, μοιάζει “σωστή” σε οποιονδήποτε έχει πάρει έστω και λίγη “μυρωδιά” από το σύμπαν του Mario. Δεύτερον, οπτικοακουστικά, είναι αψεγάδιαστο.
Και όταν λέω αψεγάδιαστο, το εννοώ κυριολεκτικά: δεν διαθέτει ούτε την παραμικρή ενοχλητική στο μάτι ή στο αυτί, λεπτομέρεια. Τα πάντα είναι τόσο προσεγμένα και καλοφτιαγμένα που δεν θα συναντήσετε πουθενά κάποιο εικαστικό στραβοπάτημα, είτε τεχνικής φύσεως, είτε καλλιτεχνικής. Κανένα τρανταχτό aliasing ή texture χαμηλότερης ανάλυσης που να “χτυπάει” άσχημα και κανένα στοιχείο που να μην δένει αρμονικά με το αισθητικό σύνολο. Φυσικά η περιορισμένη αλληλεπίδραση με τα περιβάλλοντα βοηθά πολύ το hardware του Switch να ανταπεξέλθει και να εστιάσει τις δυνατότητές του στα της εικόνας, χωρίς να ζορίζεται από συστήματα φυσικής, τεχνητής νοημοσύνης (κατά τη διάρκεια της περιήγησης) και λοιπών απαιτητικών, από άποψη υπολογιστικής ισχύς, χαρακτηριστικών.
Το αποτέλεσμα μου θύμισε το Captain Toad: Treasure Tracker στον τρόπο που το concept του υπηρετείται στην εντέλεια από τον τεχνικό τομέα και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παράπονα. Και όπως και το Captain Toad, προβλέπω πως το Mario & Rabbids δεν θα απωλέσει τίποτα από την εικαστική γοητεία του, με το πέρασμα του χρόνου. Προτού περάσω στο gameplay, οφείλω να πω δυο λόγια και για την μουσική του Grant Kirkhope (βασικού συνθέτη της Rare για πολλά χρόνια) αλλά και το level design του κόσμου. Οι συνθέσεις του Kirkhope προσανατολίζονται προς το επικό στις μάχες και προς το “παραμυθένιο” (βλ. Danny Elfmann) στο κομμάτι της περιήγησης. Προσωπικά, βρήκα λίγο “φορτωμένη” την ενορχήστρωση σε ορισμένα σημεία αλλά αυτό νομίζω είναι καθαρά θέμα δικής μου προσωπικής ροπής προς πιο μινιμαλιστικές συνθέσεις. Δεν μπορώ να αρνηθώ πως η μουσική διαθέτει την παιχνιδιάρικη ενέργεια των Rabbids αλλά και την κλασική υφή των παιχνιδιών Mario, συνδυάζοντάς τα με επιτυχία καθώς και ότι, πιθανότατα, είναι ένα από τα καλύτερα scores της χρονιάς, για να ακούσεις έξω από το παιχνίδι.
Ο τρόπος που ο Kirkhope διασκευάζει κλασικά themes της ιστορίας της Nintendo είναι εξαιρετικός (ακούστε το κομμάτι του Rabbid Kong για να καταλάβετε), ενώ, η μουσική του “εκτινάσσει” ένα συγκεκριμένο boss στο πάνθεο των αγαπημένων μου boss battles των τελευταίων ετών. Νομίζω δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο. Όσον αφορά το level design τώρα, μου έκανε πολύ θετική εντύπωση πως ο κόσμος του δεν είναι μια αυθαίρετη επικόλληση περιοχών αλλά έχει κανονική γεωγραφία που μάλιστα γίνεται ορατή πολλές φορές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Μπορεί ο παίκτης να βλέπει σημεία από τα οποία πέρασε ή κατευθύνεται ή θα ανακαλύψει αργότερα δίνοντας μια συνοχή στο Mushroom Kingdom και μια ωραία αίσθηση ταξιδιού και περιπέτειας, ενώ, κάποιες φορές μπορεί και να τον προσανατολίσει για την ανακάλυψη μυστικών περιοχών. Στον πρώτο κόσμο ας πούμε, βλέπεις από τις πρώτες στιγμές στον ορίζοντα που πρέπει να πας και όταν φτάνεις, γίνεται αυτομάτως αισθητή η πορεία και η πρόοδός σου στον κόσμο. Όλα αυτά συναθροίζονται με πολλές ακόμα λεπτομέρειες σε κάθε πτυχή της “κατασκευής” του, αποδεικνύοντας με πόση λεπτομέρεια και προσοχή έχει δημιουργηθεί.
Ωστόσο, αυτά θα ήταν απλά διακοσμητικά και εν τέλει, επουσιώδη αν το gameplay δεν στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Περνώντας λοιπόν στο “ζουμί” του Mario + Rabbids, το gameplay του είναι καθαρά χωρισμένο σε δυο διακριτά μέρη: την μάχη και την περιήγηση. Στην περιήγηση, ο παίκτης καλείται να εξερευνήσει τα περιβάλλοντα και να λύσει γρίφους (στο συντριπτικό ποσοστό τους με διακόπτες) για να προχωρήσει και να συλλέξει collectables τόσο διακοσμητικής (artworks, soundtracks, models) όσο και χρηστικής φύσεως (όπλα, Orbs που αναβαθμίζουν τους χαρακτήρες μας και λεφτά). Δεν είναι καμιά επανάσταση στον χώρο αλλά αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού συμπληρώνει ικανοποιητικά τις μάχες, προσφέροντας εναλλαγή και αποφεύγοντας την κόπωση από την μονοτονία. Προς το τέλος, φαίνεται λίγο να στερεύει από ιδέες αλλά ποτέ δεν γίνεται μεγάλη αγγαρεία, λόγω και των υπέροχων από αισθητικής πλευράς, περιοχών. Οι μάχες από την άλλη, είναι σαφώς πιο εξελιγμένες σε μηχανισμούς και βάθος, από την περιήγηση, αποτελώντας ουσιαστικά, τον πυρήνα του παιχνιδιού. Για όσους δεν έχουν καμία προηγούμενη επαφή με τον τίτλο, αυτές οι μάχες είναι turn based, με τον παίκτη να χειρίζεται μια ομάδα τριών ηρώων, ενώ, οι στόχοι των μαχών ποικίλουν. Μπορεί να ζητάει απλά να εξολοθρεύσεις όλους τους αντιπάλους ή να καταφέρεις να φτάσεις στην άλλη άκρη της πίστας ή και να φυγαδεύσεις κάποιον ουδέτερο χαρακτήρα (όπως τον Toad). Αυτή η ποικιλία είναι ευπρόσδεκτη καθώς κάθε στόχος προσφέρεται και για διαφορετική τακτική προσέγγιση.
Όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, ο κάθε χαρακτήρας από τους οκτώ συνολικά διαθέσιμους μέχρι το τέλος, διαθέτει και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε αυτό το κομμάτι, το παιχνίδι κάνει μια αρκετά καλή δουλειά -αν και όχι τέλεια-, διαφοροποιώντας τις δυνατότητές τους και διευρύνοντας τις επιλογές και άρα το βάθος της στρατηγικής που μπορεί να εφαρμόσει ο παίκτης. Τα στοιχεία δεν είναι πολλά (δηλαδή τα όπλα, οι ειδικές επιθέσεις, οι ικανότητες κ.τ.λ.) αλλά έχει γίνει μια μελετημένη κατανομή που σε συνδυασμό με το γεγονός πως καθ’ όλη τη διάρκεια του single player, ο Mario αποτελεί αναγκαστικά μέρος της ομάδας, το πράγμα εξισορροπείται με επιτυχία. Εκεί όμως που το παιχνίδι διαπρέπει πραγματικά είναι σε όλον το υπόλοιπο σχεδιασμό του: στον τρόπο που σου “μαθαίνει” τους μηχανισμούς του και εξελίσσεται, στον σχεδιασμό των εχθρών αλλά και στο level design των πεδίων μάχης.
Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ στο παρελθόν με παρόμοιο παιχνίδι, παρόλα αυτά, όχι απλά δεν δυσκολεύτηκα να μπω στο νόημα αλλά διασκέδασα και σε όλη την πορεία. Ο πρώτος κόσμος του αποτελεί ουσιαστικά ένα μασκαρεμένο tutorial που σου μαθαίνει άκοπα τα βασικά μέσα από τις ίδιες τις μάχες και όχι από βαρετά κατεβατά ή ατελείωτες “συμβουλές”. Η διεύρυνση των μηχανισμών, η κλιμάκωση του βάθους και της δυσκολίας γίνεται το ίδιο ομαλά μέχρι το τέλος της ιστορίας του παιχνιδιού, ενώ, για όσους θέλουν το κάτι παραπάνω, υπάρχουν και τα –προαιρετικά- challenges. Αυτά ξεκλειδώνονται στην πορεία και πολλές φορές προκαλούν τον παίκτη να “παίξει” με τους κανόνες του παιχνιδιού με έναν αντισυμβατικό τρόπο. Όσον αφορά το enemy design τώρα, οι εχθροί έχουν ξεκάθαρα χαρακτηριστικά που αναγκάζουν τον παίκτη να τα λάβει σοβαρά υπόψιν του αν θέλει να έχει επιτυχία και φυσικά, η ανάμιξη διαφορετικού τύπου εχθρών απαιτεί και πιο πολύπλοκη και προσεκτική σκέψη.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η τεχνητή νοημοσύνη, που είναι τόσο προβλέψιμη όσο απαιτείται για να μας κάνει να νιώθουμε λίγο πιο έξυπνοι απ’ ότι είμαστε στην πραγματικότητα. Τέλος, το level design συνεισφέρει σημαντικά στην επιτυχία, μιας και η κίνηση στο Mario & Rabbids είναι εξίσου σημαντική με την επίθεση, προσφέροντας πεδία μάχης με πληθώρα επιλογών στην τοποθέτηση των ηρώων μας. Για να βάλω μια τελεία στο κομμάτι των μαχών, θεωρώ πως το gameplay τους είναι σχεδιασμένο και ισορροπημένο με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια. Και αυτό αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων και στο ότι δεν υπάρχει κάποιο άχρηστο στοιχείο σε επίπεδο μηχανισμών, ικανοτήτων, όπλων και άρα, χαρακτήρων. Όλοι και όλα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες και στρατηγικές, μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Ταυτόχρονα, δεν βαρέθηκα, ούτε αποθαρρύνθηκα σε κανένα σημείο. Η πρόκληση και το βάθος είναι “εκεί” και έρχονται πολύ ομαλά και ικανοποιητικά όσο προχωράει το παιχνίδι.
Οπότε οι μάχες είναι το δυνατότερο σημείο του παιχνιδιού και μιας και αυτές αποτελούν ουσιαστικά τον πυρήνα του, αυτό κρίνεται απόλυτα θετικό. Τα παράπονά μου για το μικρό αυτό διαμάντι της Ubisoft, εντοπίζονται στο αδιάφορο σενάριο και κυρίως στο άνευρο και αρκετά παιδιάστικο χιούμορ του. Περίμενα η “τρέλα” των Rabbids να αποτελέσει αφορμή για κάτι πιο καυστικό και αναρχικό μέσα στον ολοκληρωτικά πολιτικώς ορθό κόσμο του Mario, ωστόσο τζίφος. Δυστυχώς εδώ, αυτή η μετέωρη θέση του ανάμεσα στο φαινομενικά παιδικό και το ουσιαστικά ενήλικο, το μπερδεύει αρκετά και δεν το αφήνει να απελευθερώσει μια πιο ενδιαφέρουσα και τολμηρή προσωπικότητα. Εκλάμψεις καλού χιούμορ υπάρχουν φυσικά, με αποκορύφωμα τις ονομασίες και περιγραφές των όπλων αλλά περισσότερο μας υπενθυμίζουν τι θα μπορούσε να έχει γίνει, παρά σώνουν την παρτίδα για το καθαρά ενήλικο κοινό όπως αυτό στο οποίο ανήκω εγώ.
Τέλος, οφείλω να ομολογήσω πως και ο ρυθμός του όπου η “μηχανική” εναλλαγή μεταξύ μάχης – περιήγησης γίνεται προβλέψιμη και μονότονη προς το τέλος, κυρίως γιατί στο κομμάτι της περιήγησης φαίνεται πως οι σχεδιαστές έχουν ξεμείνει από ιδέες. Το παιχνίδι διαθέτει και ένα συνεργατικό mode μεταξύ δυο παικτών, ωστόσο λάμπει δια της απουσίας του η δυνατότητα αναμέτρησης δύο παικτών μεταξύ τους. Κρίμα, διότι οι βάσεις για μια ωραία ανταγωνιστική εμπειρία, φαίνεται να υπάρχουν.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.