Luigi’s Mansion 2 HD Review: Μια περιποιημένη επιστροφή, αλλά σε ποιον απευθύνεται;

Luigi’s Mansion 2 HD Review: Μια περιποιημένη επιστροφή, αλλά σε ποιον απευθύνεται;

25 Ιουνίου 2024 16:00
Φωτίστε, σκουπίστε, τελειώσατε

Σε μια μεταβατική χρονιά, η Nintendo κυκλοφορεί ακόμα ένα remake/remaster (το τρίτο για το πρώτο μισό του 2024 μετά τα Mario vs Donkey Kong, Paper Mario: The Thousand Year Door) για να καλύψει τις τρύπες του προγράμματός της, όσο οι περισσότερες κύριες ομάδες της προετοιμάζονται πυρετωδώς για το λανσάρισμα της επόμενης κονσόλας της, το 2025. Η επιλογή του Luigi’s Mansion 2, ενώ σε επίπεδο gameplay φαντάζει κάπως αχρείαστη όταν υπάρχει το σαφώς ανώτερο Luigi’s Mansion 3, εμπορικά, φαίνεται λογική.

Σύμφωνα με τα τελευταία οικονομικά αποτελέσματα της ιαπωνικής εταιρείας το Luigi’ s Mansion 3 έχει πουλήσει πάνω από 14 εκατομμύρια αντίτυπα. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι πολλοί νέοι παίκτες συστήθηκαν στην σειρά με το παιχνίδι, οι οποίοι είναι πιθανό να θέλουν πλέον να δοκιμάσουν και κάποιο άλλο παιχνίδι της. Παρόλα αυτά, το Luigi’s Mansion 2 διαθέτει μερικά σημεία τα οποία θα μπορούσαν να ξαφνιάσουν δυσάρεστα κάποιον που έρχεται φρέσκος από την εμπειρία του τρίτου παιχνιδιού. Για να τα πάρουμε όμως από την αρχή.

Προφανώς, μιλάμε για ένα αξιόλογο παιχνίδι. Πάντα εντυπωσιάζομαι με τον τρόπο που οι σχεδιαστές της Next Level Games καταφέρνουν να εκφράζονται με τόσο περιορισμένα ρήματα στο gameplay. Ουσιαστικά, ο Luigi αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η σκούπα του (που ρουφάει αλλά και φυσάει) και ο άλλος, ο φακός του. Χρησιμοποιώντας μόνο αυτούς τους δύο μηχανισμούς, οι δημιουργοί έχουν βρει μια ποικιλία ενεργειών που μοιάζουν λογικές μέσα στο πλαίσιό του, διευρύνοντας την παλέτα του gameplay πέρα από το “τρομάζω φαντάσματα- ρουφάω φαντάσματα”. Υπάρχει λοιπόν και ένας πολύχρωμος φακός που αποκαλύπτει κρυφά αντικείμενα και φαντάσματα, μπορείς να ρουφήξεις πράγματα για να τα εκτοξεύσεις ή να τα μεταφέρεις κ.ο.κ.  Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτά τα δύο μοναδικά ρήματα σε επίπεδο σχεδιασμού, χωρίς το παιχνίδι να μοιάζει μονότονο, κάτι που από μόνο του είναι ένα επίτευγμα. Πρέπει, φυσικά, να αναφέρουμε πως σε αυτό συμβάλλει και η πολύ δουλεμένη αίσθηση που έχουν αυτές οι δύο ενέργειες. Τόσο το να χρησιμοποιείς την σκούπα όσο και τον φακό είναι υπέροχα μεταφρασμένα στον μοχλό αλλά και οπτικοακουστικά.

Από την μία έπαυλη του πρώτου παιχνιδιού, εδώ ο τίτλος είναι χωρισμένος σε πέντε διαφορετικές περιοχές, παρέχοντας ποικιλία σε σκηνικά, παρότι δεν είναι όλα το ίδιο ευρηματικά ή ενδιαφέροντα σε αισθητικό επίπεδο. Από χιονισμένα ορυχεία, εγκαταλελειμμένα clock towers και επαύλεις πνιγμένες στην βλάστηση, ο τίτλος περνάει από τις συνηθισμένες θεματικές (χιόνι, έρημος, πρασινάδα) με έξυπνες ιδέες αλλά χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για ανατροπές. Το level design είναι πυκνο-σχεδιασμένο με τους χώρους να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλοι αλλά σχεδόν κάθε δωμάτιο να διαθέτει κρυφές αλληλεπιδράσεις και μυστικά.

Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό λοιπόν, ο τίτλος στο gameplay του είναι μια καλή εκδοχή της εμπειρίας που προσφέρει η σειρά. Αυτή η χιουμοριστική ατμόσφαιρα του παιδικού horror, το γλυκό spookiness, είναι όμορφα εκτελεσμένο σε όλα τα επίπεδα. Η ύπαρξη και ενός συνεργατικού multiplayer mode (ScareScraper) μόνο ως θετική μπορεί να λογιστεί, παρά το περιορισμένο βάθος της. Σε αυτό, μπορούν να παίξουν μέχρι και τέσσερις παίκτες και παρότι εξαντλείται μετά από μερικές ώρες, είναι αρκετά διασκεδαστικό. Απαιτεί την συνεργασία των παικτών και έχει μια σκανδαλιάρικη διάθεση στον σχεδιασμό που μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω (ας πούμε γίνεται κάποιος που έχει φάει κατάρα να την μεταδώσει και στους συμπαίκτες του με την επαφή, σκορπώντας το χάος).

Είτε θα πρέπει να καθαρίσετε μαζί τα δωμάτια από φαντάσματα, είτε να ανακαλύψετε εντός χρόνου τον διακόπτη που ξεκλειδώνει την πόρτα για τον επόμενο όροφο, είτε να κυνηγήσετε τα σκυλάκια στον χώρο, όλα απαιτούν μια επικοινωνία με τα περιορισμένα μέσα που προσφέρει (μονολεκτικές φράσεις) και εξασφαλίζουν συνθήκες για ανάλαφρη, χαοτική διασκέδαση. Κρίμα που τόσο ο χώρος όσο και οι εχθροί δεν έχουν ποικιλία. 

Για να επιστρέψουμε όμως στο κυρίως πιάτο. Δυστυχώς, υπάρχουν εδώ μερικά σοβαρά ελαττώματα, τα οποία το καθιστούν, κατά τη γνώμη μου, ως το πιο αδύναμο παιχνίδι της τριλογίας. Πολλά από αυτά προέρχονται από την καταγωγή του στο 3DS και εδώ, απομακρυσμένα από την φορητή κονσόλα και την εποχή της, τονίζονται περισσότερο. Αρχικά, η δομή του είναι αρκετά περιοριστική. Είναι χωρισμένο σε μικρές αποστολές και το παιχνίδι σε βάζει στον κατάλληλο χώρο και σε τραβάει πίσω στο hub μόλις την ολοκληρώσεις. Υπάρχουν στιγμές που η αποστολή αλλάζει τις συνθήκες στην περιοχή, οπότε ο παίκτης δεν μπορεί να εξερευνήσει ελεύθερα όλο τον χώρο της περιοχής αν δεν το απαιτεί η αποστολή.

Αυτός ο κατακερματισμός σε μικρά καθορισμένα κομμάτια παιχνιδιού, έχει νόημα σε μια φορητή κονσόλα που είναι χρήσιμο να σπας την ροή σε λούπες 10-20 λεπτών, αλλά τώρα λειτουργεί μόνο εις βάρος του. Χάνεται εντελώς η αίσθηση του ενιαίου χώρου και της ατμόσφαιράς του. Κάθε αποστολή μοιάζει απομονωμένη στον μικρόκοσμό της και αυτό κάνει τον υπόλοιπο κόσμο να μοιάζει τεχνητός και στημένος. Επιπλέον, ο βοηθός σου (ο αξιαγάπητος, κατά τα άλλα, Professor E. Gadd) έχει την τάση να διακόπτει το gameplay πολύ συχνά για να δώσει συμβουλές ή να πει κάτι προφανές. Και το παιχνίδι δεν σε αφήνει να τον ακούς στο background αλλά διακόπτει εντελώς την ροή, καταστρέφοντας πολύ συχνά τον ρυθμό. Σε συνδυασμό με ορισμένες αποστολές που περισσότερο αποσκοπούν στο να μεγαλώσουν την διάρκεια του (εσάς κοιτάω polterpups!) παρά να προσφέρουν κάτι ενδιαφέρον και διαφορετικό, το παιχνίδι δημιουργεί τακτικά μικρές καταστάσεις που μπορεί να δυσανασχετήσουν τον παίκτη.  

Τέλος, στον τομέα της αισθητικής, έχουμε να κάνουμε με μια περιποιημένη αναβάθμιση του οπτικού τομέα που μένει πιστή στο πρωτότυπο. Ωστόσο, παρότι η υψηλότερη ανάλυση και η πιο καθαρή εικόνα αδιαμφισβήτητα λειτουργεί υπέρ του, υπάρχει και ένα στοιχείο που το υποβαθμίζει σε σχέση με την έκδοση του 3DS: η απουσία του τρισδιάστατου εφέ. Όχι επειδή το εφέ αυτό ήταν κάτι το επαναστατικό ή αναντικατάστατο. Όταν όμως έχεις στηρίξει την σκηνοθεσία σου σε αυτό το δεδομένο, με την προοπτική πάρα πολύ συχνά να είναι τοποθετημένη με τρόπο που να το τονίζει, όταν αυτό απουσιάζει, το αποτέλεσμα σίγουρα χάνει κάτι από την προσωπικότητά του, γίνεται πιο τετριμμένο, όσο καλογυαλισμένο και αν είναι.

Συνοψίζοντας : Μπορεί το Luigi’s Mansion 2 να είναι το πιο αδύναμο παιχνίδι της τριλογίας, παραμένει όμως ένα καλό παιχνίδι. Οι τρανταχτές του αδυναμίες στην δομή και κάποιες αδύναμες αποστολές δεν μπορούν να κατεδαφίσουν το σύνολο που υποστηρίζεται από ένα στιβαρό σε επίπεδο μηχανισμών και ευρηματικό σε επίπεδο ιδεών, gameplay. Αν σας αρέσει η σειρά, είναι σίγουρο πως με αυτήν την περιποιημένη επανακυκλοφορία του, θα περάσετε αρκετές ώρες χαλαρής διασκέδασης τόσο μόνοι όσο και με φίλους. Αν από την άλλη, αν το έχετε ήδη παίξει, η συγκεκριμένη έκδοση δεν προσφέρει, κατά τη γνώμη μου, κάτι που να κάνει επιτακτική την επιστροφή σας στον τίτλο.
Box Art
Tested on : Nintendo Switch
Developer : Next Level Games
Publisher : Nintendo
Available for : Nintendo Switch
Release date : 27-06-2024