Bonus Round: Τα βραβεία που αξίζουμε

Μερικές σκέψεις γύρω από τα The Game Awards
12 Δεκεμβρίου 2019 16:25
Bonus Round: Τα βραβεία που αξίζουμε

“Στις τέχνες που υπολογίζουν σε δεκάδες αιώνες ύπαρξη ο καλλιτέχνης θεωρεί τον εαυτό του, με τρόπο φυσικό και αδιαμφισβήτητο, κάτι παραπάνω από αφηγητή ή ερμηνευτή: είναι προπάντων άτομο που έχει αποφασίσει να διατυπώσει για λογαριασμό άλλων, και με απόλυτη ειλικρίνεια, τη δική του αλήθεια για τον κόσμο… Οι άνθρωποι του κινηματογράφου, από την άλλη πλευρά, οι σκηνοθέτες, έχουν την αίσθηση πως είναι παρακατιανοί, κι αυτό είναι η καταστροφή τους. Καταλαβαίνω βέβαια γιατί έχει κανείς μια τέτοια αίσθηση. Ο κινηματογράφος αναζητά ακόμα τη γλώσσα του, και μόνο τώρα κοντεύει να την αποκτήσει. Την πορεία του κινηματογράφου προς την αυτογνωσία την εμπόδιζε πάντοτε η διφορούμενη θέση του, η οποία ήταν μετέωρη μεταξύ τέχνης και βιομηχανίας – προπατορικό αμάρτημα της έλευσής του στην αγορά.”

Το παραπάνω απόσπασμα είναι παρμένο από το υπέροχο βιβλίου του Αντρέι Ταρκόφσκι “Σμιλεύοντας τον χρόνο” που κυκλοφόρησε το 1984. Μακάρι να είχαν και τα βιντεοπαιχνίδια έναν άνθρωπο να διατυπώσει τόσο καθαρά και ολοκληρωμένα μια ερμηνεία πάνω στην φύση, την λειτουργία και τον σκοπό τους, όπως κάνει ο Ταρκόφσκι για τον κινηματογράφο σε αυτό το βιβλίο. Αλλά δεν έχουν. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Όπως είναι λογικό, μιας και τα βιντεοπαιχνίδια όπως και ο κινηματογράφος (τότε αλλά και τώρα) είναι δύο νεοσύστατα μέσα, είναι πολύ εύκολο μέσα σε αυτές τις σκέψεις του σπουδαίου Ρώσου σκηνοθέτη να αναγνωρίσουμε πολλούς κοινούς προβληματισμούς. Από τη μία, την σημασία μιας καλά εδραιωμένης θεωρητικής ταυτότητας μέσω της οποίας αντιλαμβανόμαστε τόσο εμείς – το κοινό- όσο και οι ίδιοι οι δημιουργοί τα έργα και τον ρόλο τους μέσα στην ανθρώπινη ζωή. Από την άλλη, την σύγχυση που προκαλεί η εμπορική τους διάσταση. Και τα βιντεοπαιχνίδια, λόγω συνθηκών αλλά και της ακόμα πιο πολυσύνθετης φύσης τους, διαθέτουν μια ακόμα πιο κατακερματισμένη προσωπικότητα.

Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δυο κομβικά σημεία στην ιστορία τους που τα εμποδίζουν ακόμα να αγγίξουν αυτήν την πολυπόθητη “αυτογνωσία” που αναφέρει και ο Ταρκόφσκι. Το πρώτο και λιγότερο ζημιογόνο, είναι η επιλογή της Nintendo, μετά την κατάρρευση της αγοράς το 1983, να πλασάρει τα προϊόντα της ως “παιχνίδια” (toys) για να διαχωρίσει τη θέση της από τα “βιντεοπαιχνίδια” τα οποία είχαν χάσει εκείνη την εποχή κάθε οικονομική αξιοπιστία στα μαγαζιά. Έπρεπε, λοιπόν, με κάποιον τρόπο να “τρυπώσουν” στα ράφια των καταστημάτων και ο δαιμόνιος Yamauchi τον βρήκε. Αυτή η αναγέννηση που επέφερε στη βιομηχανία η Nintendo με το NES ήρθε όμως με μια μεγάλη παράπλευρη συνέπεια: την αντίληψη πως τα βιντεοπαιχνίδια, ως μέσο, απευθύνεται αποκλειστικά σε παιδιά. Αυτή η αντίληψη έχει αρχίσει να φθίνει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, κυρίως για τον απλό λόγο πως τα τότε παιδιά, μεγάλωσαν και δεν παράτησαν ποτέ το χόμπι τους, έγιναν οι άνθρωποι που παίρνουν τις αποφάσεις, έγιναν δημιουργοί, έγιναν κριτικοί, συνέχισαν να είναι “παίκτες” και ούτω καθεξής.

Το δεύτερο και σημαντικότερο τώρα, το οποίο ουσιαστικά περικλείει μέσα του και το πρώτο, είναι ότι τα βιντεοπαιχνίδια γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μεγαλώνουν και λογικά θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν μέσα σε ένα αμιγώς καπιταλιστικό περιβάλλον. Τα βιντεοπαιχνίδια, αυτή τη στιγμή, είναι πρώτα απ’ όλα προϊόντα. Και η ταυτότητά τους είναι τόσο στενά, σχεδόν απόλυτα, συνδεδεμένη με την εμπορική τους διάσταση που αυτό επηρεάζει, για να μην πω καθορίζει, τον τρόπο που τα ερμηνεύουμε, τα αξιολογούμε και τα δημιουργούμε. Αυτό τα κρατάει δέσμια σε μια συγκεκριμένη φιλοσοφία.

Και κάπου εδώ έρχομαι στα The Game Awards, τα βραβεία που πάνε τα τελευταία χρόνια να καθιερωθούν ως η σημαντικότερη αναγνώριση των έργων της βιομηχανίας. Και τι βλέπουμε; Μια ενίσχυση, μια γκλαμουράτη επίδειξη όλων των παθογενειών. Μια, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ξεδιάντροπη γιορτή των βιντεοπαιχνιδιών ως προϊόντα. Ένα μείγμα διαφημίσεων, ρομαντικοποίησης των εταιρειών που τα φτιάχνουν και τα πουλάνε και μια πιεσμένη γραμμή για το πόσο σπουδαία και τρανά είναι, πράγμα που το μόνο που κάνει είναι να τονίζει την ανασφάλειά τους. Πρόκειται για ένα διαφημιστικό show καμουφλαρισμένο πίσω από την πρόφαση της “γιορτής της τέχνης των βιντεοπαιχνιδιών”. Αυτός είναι ο καθρέπτης του μέσου αυτή τη στιγμή θα μου πείτε, αυτά τα βραβεία μας αντιπροσωπεύουν. Δεν διαφωνώ. Αλλά θεωρώ πως τα βραβεία, αν θέλουν να έχουν κάποιο κύρος, κάποια αξία πέρα από τη διαφημιστική που έχουν τώρα, πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από μια ωραιοποιημένη αντανάκλαση της βιομηχανίας, πρέπει να πρεσβεύουν ιδανικά και αξίες του μέσου, να κρατάνε τον πήχη ψηλά, να εμπνέουν, να αποτελούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, έναν φάρο μέσα στον ωκεανό της μετριότητας. Όχι μια φανταχτερή διαφημιστική ταμπέλα.

Διότι, όσο γιγαντώνονται, μετατρέπονται σε ένα σημαντικό πρίσμα μέσα από το οποίο αντιλαμβάνονται και “ζυγίζουν” το μέσο, όχι μόνο το κοινό -η κοινή γνώμη-, αλλά και οι ίδιοι οι δημιουργοί. Η βιτρίνα μετράει. Τα βραβεία διαμορφώνουν την ταυτότητα του μέσου σε έναν καθόλου αμελητέο βαθμό. “Οι σκηνοθέτες έχουν την αίσθηση πως είναι παρακατιανοί, κι αυτό είναι η καταστροφή τους” γράφει ο Ταρκόφσκι για την σημασία της αυτό-εικόνας και της αυτό-αντίληψης ενός δημιουργού. Είναι πολύ λογικό, αν δεν λογίζεις τον εαυτό σου ως καλλιτέχνη, να μην έχεις την αίσθηση του “βάρους”, της σημασίας, της ευθύνης που κουβαλά η δημιουργία σου. Γιατί όταν είσαι καλλιτέχνης, τα έργα σου στέκονται δίπλα σε έργα γιγάντων της ανθρωπότητας. Καλλιτέχνης είναι ο Σαίξπηρ, ο Πικάσο, ο Μπετόβεν, ο Bergman, ο Μέλβιλ, ο Κάφκα και πάει λέγοντας. Αυτό πρέπει να είναι το ύψος της φιλοδοξίας σου, αυτός είναι ο πήχης.  

Πείτε με ρομαντικό, πείτε με αφελή, πείτε με εκτός πραγματικότητας, πείτε με υπερβολικό, θα τα δεχτώ όλα. Αλλά δεν μπορείτε να μου αλλάξετε γνώμη πως αυτά τα βραβεία έχουν σαθρά θεμέλια, όπως, ενδεχομένως, και τα ίδια τα βιντεοπαιχνίδια (αν του σινεμά είναι το προπατορικό αμάρτημα, εδώ δεν ξέρω καν πώς να το ονομάσω). Οπότε ναι, ουσιαστικά, δεν είναι το πρόβλημα, αλλά ένα μέρος του προβλήματος. Αυτό όμως δεν τους δίνει καμία άφεση. Με την παρούσα τους μορφή είναι σίγουρα τα βραβεία που αξίζουμε, αλλά σε καμία περίπτωση αυτά που χρειαζόμαστε. Και αν έχουν έρθει, όπως φαίνεται τη δεδομένη στιγμή, για να μείνουν, θα πρέπει να έχουμε πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις αν θέλουμε να δούμε αυτό μέσο να ανθίζει στην καλύτερη εκδοχή του.