Smile Review | Ο άνθρωπος που (χαμό)γελά

Ή εναλλακτικά, χαμογελάει καλύτερα, όποιος χαμογελάει τελευταίος
04 Οκτωβρίου 2022 09:00
Smile Review | Ο άνθρωπος που (χαμό)γελά

Μια υπέρμετρα εργατική ψυχίατρος (Sosie Bacon) βλέπει σε μια βάρδιά της μια νεοφερμένη νεαρή να αυτοκτονεί μπροστά της. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, αρχίζει να βασανίζεται από φρικιαστικές παραισθήσεις που γκρεμίζουν σιγά σιγά την ζωή της και ανασύρουν το τραυματικό παρελθόν. Το ιδιαίτερο στοιχείο, που έχει χαρίσει και τον τίτλο στην ταινία, είναι ότι η ασθενής αυτή, όπως και πολλοί από τους ανθρώπους που βλέπει στις παραισθήσεις, έχουν ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο στο πρόσωπό τους. Το Smile είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Parker Finn (σενάριο και σκηνοθεσία) και ίσως γι’ αυτό, να μοιάζει περισσότερο με μια κατάθεση διαπιστευτηρίων.

Σαν να λέει: "ξέρετε κάτι, την εδραιωμένη γλώσσα του σύγχρονου pop-horror με όλα τα γνωστά τρικς, την κατέχω σε υψηλό επίπεδο". Η ταινία μπορεί να έχει ένα αρκετά συμβατικό στήσιμο και η προσέγγιση στο Horror στοιχείο να μην έχει κάτι ιδιαίτερα φρέσκο να επιδείξει, ωστόσο, η ποιότητα της εκτέλεσης είναι τέτοια, που εμένα προσωπικά, με κέρδισε. Η κάμερα του Finn, σε συνδυασμό με το αλλόκοτο, “ενοχλητικό” score του Cristobal Tapia de Veer προσπαθούν συνεχώς να δημιουργήσουν μια άβολη ατμόσφαιρα, να χτίσουν ένταση και να χτυπήσουν αποτελεσματικά με ένα Jump Scare.

Ανάποδες πανοραμικές λήψεις στις μεταβατικές σκηνές, αγχωτικά, “αποπνικτικά” κοντινά στα πρόσωπα, blocking που συνεχώς προκαλεί τον θεατή να “τσεκάρει” και το background και φυσικά, έντονη χρήση του ήχου. Αυτά είναι μερικά από τα -κλασικά- σκηνοθετικά τρικς που επιστρατεύουν για ένα αποτέλεσμα το οποίο είναι ταυτόχρονα τόσο προβλέψιμο ώστε να σε βάλει να μαντεύεις από πού θα σου την φέρει, αλλά και συχνά ευρηματικό στα τρομάγματά του. Πάντα έβλεπα τα Jump Scares σαν ένα “φαρσοειδές” τρόμαγμα που ο θεατής απολαμβάνει, δηλαδή, σε ένα παρόμοιο επίπεδο πονηριάς και έκπληξης όπως μια καλή φάρσα στην οποία, παρότι υποψιασμένος, την πατάει.

Και εδώ, έχει μπόλικα τέτοια Jump Scares, τοποθετώντας τα στα πιο άρτια και ευρηματικώς εκτελεσμένα των τελευταίων ετών. Τέλος, η Sosie Bacon παίρνει στις πλάτες της την ταινία ερμηνευτικά, καλύπτοντας και τις αρκετά αδιάφορες παρουσίες στους δεύτερους ρόλους. Σε ένα “τέτοιο” επίπεδο λοιπόν, το Smile είναι άψογο. Είναι ένα δαιμόνιο, ενίοτε ακούσια αστείο, “διασκεδαστικό” horror που παίζει με τον θεατή και βιώνεται έντονα. Ένα καλοφτιαγμένο τρενάκι του τρόμου. Η γεμάτη αίθουσα στην οποία το παρακολούθησα, τινάχτηκε πολλές φορές πάνω και το καταευχαριστήθηκε. Από εκεί και πέρα, το κεντρικό θέμα της ταινίας περιστρέφεται, αρκετά έκδηλα, γύρω από το ψυχικό τραύμα.

Αν τη “διαβάσει” κανείς κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι μια αναπάντεχα σκληρή ταινία, ένα φιλμ - εφιάλτης, το οποίο σε αφήνει “παγωμένο”. Όχι όμως πάντα με την καλή έννοια. Κατά την γνώμη μου, δε νομίζω ότι ξέρει ακριβώς πώς να το χειριστεί, πέρα από το να το χρησιμοποιήσει επιπόλαια, μόνο για να ντυθεί με ένα “βαθύτερο” περιτύλιγμα. Η αληθινή ψυχολογική φρίκη της ταινίας δεν βρίσκεται στην υπερβολή της βίας και τα ανατριχιαστικά χαμόγελα, αλλά στην σταδιακή αποξένωση της πρωταγωνίστριας από τον σύντροφο, την οικογένειά της και την κοινωνία. Όσο βυθίζεται στις παραισθήσεις της, όλοι αρχίζουν να απομακρύνονται και η μοναξιά της προκαλεί μια πνιγηρή απελπισία.

Πέρα από τo στιγμιαίο αλλά επιφανειακό τρόμαγμα των Jump Scares λοιπόν, η ταινία λειτουργεί καλύτερα, όσο κρατάει τον τρόμο της προσγειωμένο. Η αλληγορία της λειτουργεί μέχρι ένα σημείο ικανοποιητικά, αλλά τελικά, φαίνεται σχεδόν εμμονικά απασχολημένη με το να σε τρομάξει, παρά να μείνει προσηλωμένη σε αυτό το θέμα και να αρθρώσει όντως κάτι με αρχή, μέση και τέλος. Και για να είμαι ειλικρινής, το τέλος της είναι που την ζημιώνει πολύ και είναι, με διαφορά, το πιο αδύναμο κομμάτι της.

Η αίσθηση που είχα βγαίνοντας από το σινεμά είναι ότι χρησιμοποίησε ένα σοβαρό θέμα με αληθινές προεκτάσεις και επώδυνους συνειρμούς, με έναν κάπως φθηνό και ανεύθυνο τρόπο. Γιατί νομίζω ότι, εν τέλει, δεν πάει πουθενά με αυτό, προτιμώντας ένα ρηχό, εφιαλτικό αδιέξοδο.

Θα συμβούλευα ανθρώπους που έχουν μια ευαισθησία σε θέματα όπως είναι το ψυχικό τραύμα, τις μετατραυματικές διαταραχές και την αυτοκτονία, να είναι υποψιασμένοι, αν θελήσουν να το δουν. Κλείνοντας λοιπόν, πιστεύω ότι, εντός των συμβατικών ορίων του σύγχρονου, εμπορικού Horror, το Smile είναι ένα φανταστικά κατασκευασμένο φιλμ, που θα βρει το κοινό του. Κρίμα όμως που τελικά δεν καταφέρνει να φανεί αντάξιο των θεμάτων που θίγει. Θα μιλούσαμε για αληθινό “διαμάντι” του είδους.