Στο Belfast ιστορία και παιδική μνήμη γίνονται ένα | Review

Ο Kenneth Branagh υπογράφει την πιο προσωπική του ταινία και -μάλλον-οδεύει προς τα Oscars
31 Ιανουαρίου 2022 12:37
Στο Belfast ιστορία και παιδική μνήμη γίνονται ένα | Review

Λίγες μέρες πριν την επιστροφή της δικής του εκδοχής του Ηρακλή Πουαρό με το Death on the Nile, ο Kenneth Branagh μας χαρίζει μια προσωπική ταινία, εμπνευσμένη από τα παιδικά του χρόνια στο Belfast της δεκαετίας του '60. Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του Χάρη Ζαμπαρλούκο επιλέγουν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και επιχειρούν να αναπλάσουν την ατμόσφαιρα και την διάθεση μιας ιδιαίτερα θλιβερής περιόδου στην ιστορία της πατρίδας του, όπου Προτεστάντες και Καθολικοί συγκρούονται με μεγάλη ένταση στις γειτονιές του Belfast. Η διαμάχη αυτή, η οποία στην πραγματικότητα είναι βαθύτερη από μια θρησκευτική διαφωνία, έληξε, θεωρητικά τουλάχιστον, μετά από πολλά χρόνια εντάσεων, το 1998 με την συμφωνία του Μπέλφαστ, και ο Branagh, όπως και οι περισσότεροι Ιρλανδοί του σήμερα, έχουν κυριολεκτικά μεγαλώσει και γαλουχηθεί μέσα σε αυτήν.

Βρίσκεται στο DNA της εθνικής τους ταυτότητας. Γι’ αυτό νομίζω ότι οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν πραγματικά το αν αυτή η ανάπλαση γίνεται επιτυχημένα ή όχι, είναι οι ίδιοι οι Ιρλανδοί. Όπως, βέβαια, και να συγκινηθούν βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλον με το αποτέλεσμα. Υπάρχει ένα εθνικό πρόσημο, μια εσωτερική συλλογική γνώση και εμπειρία στο εύφορο έδαφος των οποίων η ταινία “γονιμοποιείται” σε ένα άλλο επίπεδο από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Κάπως σαν το “Ρεμπέτικο” για εμάς τους Έλληνες.

Πάντως, εκ πρώτης όψεως μου θύμισε μια άλλη ασπρόμαυρη ταινία εμπνευσμένη από τα παιδικά χρόνια του σκηνοθέτη της: το Roma του Alfonso Cuaron. Ωστόσο, η ματιά εδώ είναι πολύ διαφορετική. Σε αντίθεση με την πιο “ώριμη” και συχνά ωμή προοπτική του Roma, το Belfast είναι κυρίως δοσμένο μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού και αυτό νιώθω ότι αφήνει χώρο στον σκηνοθέτη να απαλύνει αρκετά κάποιες “τραχιές επιφάνειες” και να μείνει σε κάποια σημεία σε ένα επίπεδο παραμυθένιο, με τους κακούς δράκους του, τους φωτεινούς ήρωες και τα αναγκαία ξεκάθαρα διδάγματά του.

Ο μικρός Buddy, τον οποίο υποδύεται υπέροχα ο πρωτοεμφανιζόμενος Jude Hill, προσπαθεί να βγάλει ένα νόημα από όλο αυτό το σκληρό και δυσνόητο πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνει. Ενώ οι γονείς του παλεύουν με τα χρέη και η γειτονιά του μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη, ο ίδιος προσπαθεί να βρει τα πατήματά του σε μια τρυφερή ηλικία, κυρίως με την πολύτιμη βοήθεια του παππού του (τον οποίο ερμηνεύει με μια αφοπλιστική εσωτερική γαλήνη ο Ciarán Hinds).

Κάπου εκεί, δηλαδή στους χαρακτήρες του, είναι που νομίζω ότι ο Branagh γέρνει περισσότερο προς την γλυκύτητα της νοσταλγίας, μάλλον φυσικό αποτέλεσμα της βαθύτερης προσωπικής σύνδεσης, παρά προς μια πιο μετρημένη, “ντοκιμενταρίστικη”, ηθογραφία μιας εποχής. Η ταινία μοιάζει φιλτραρισμένη από τα προσωπικά συναισθήματα του σκηνοθέτη της και αποτελεί περισσότερο έναν γλυκόπικρο φόρο τιμής στους ανθρώπους της ζωής του που δυσκολεύτηκαν, αλλά δεν έχασαν ποτέ την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά τους μέσα σε έναν κόσμο παράλογο και σκληρό.

Ηθικοί φάροι της ταινίας ο “άγιος” παππούς του, με την ατσαλάκωτη πνευματική του διαύγεια, ο (αντί)ήρωας βγαλμένος από western μπαμπάς του, η άκαμπτη ακόμα και μέσα στο χάος μαμά του, αλλά και η γιαγιά (παιγμένη από μια πολύ μεστή Judi Dench), με έναν ρόλο μάρτυρα στο συγκλονιστικό του φινάλε. Ο Ζαμπαρλούκος (μαζί με τον Branagh φυσικά) που έχει κάνει γενικότερα υπέροχη δουλειά στην φωτογραφία, την καδράρει μάλιστα σαν εικόνισμα σε μια σκηνή νωρίτερα.

Γενικότερα, το στήσιμο της κάμερας και το blocking των σκηνών είναι επιμελώς μελετημένο ώστε, τις περισσότερες φορές να έχει ελάχιστη ή διακριτική κίνηση η κάμερα, ψάχνοντας για στατικά ή σχεδόν στατικά τρίγωνα χαρακτήρων που συνήθως υποδηλώνουν και τις σχέσεις μεταξύ τους, με την εκάστοτε πιο “φαντεζί” σκηνή (όπως η western μονομαχία) να αλλάζει τον ρυθμό και να μας υπενθυμίζει το παιδικό πρίσμα.      

Η παιδική αυτή ματιά του δεν είναι φυσικά κάτι κακό εξ’ ορισμού. Το Belfast δεν φιλοδοξεί να διεισδύσει βαθιά ούτε στα κοινωνικό-πολιτικά προβλήματα της Ιρλανδίας, ούτε να στοχαστεί πολύ πέρα από την επιφάνεια. Είναι όμως ένα προσωπικό, ειλικρινές γράμμα αγάπης προς όλους τους ανθρώπους που βρέθηκαν σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι και διάλεξαν τη σωστή στροφή. Είναι μια απόπειρα, όχι αποστασιοποιημένης “ντοκιμενταρίστικής”, ανάπλασης μιας περιόδου, αλλά μια “ζεστή” αναδρομή συναισθηματικής μνήμης μέσα από εικόνες, ήχους, υφές, χαρακτήρες και βιώματα. Νομίζω δεν είμαι σε θέση να απαντήσω στο αν τα καταφέρνει στο δεύτερο, αλλά όσον αφορά το πρώτο, εγώ δηλώνω συγκινημένος. Σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε πλέον, ίσως και τα προφανή χρειάζονται μια τακτική υπενθύμιση…