The Hand of God Review - Ένα νοσταλγικό ταξίδι στη Νάπολι του ‘80

Ο Paolo Sorrentino μας δείχνει τη γειτονιά, τις παραλίες...και την τραγωδία που τον καθόρισε
21 Δεκεμβρίου 2021 12:34
The Hand of God Review - Ένα νοσταλγικό ταξίδι στη Νάπολι του ‘80

Με καταγωγή από την Νάπολι, εκεί έμενε μέχρι τα 37 του, ο Paolo Sorrentino, μέσα από το πολυετές του έργο, συγκαταλέγεται στους αυθεντικούς, σύγχρονους auteur του παγκόσμιου κινηματογράφου. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει ταινίες που έχουν εντυπωσιάσει με τα στυλιζαρισμένα κάδρα, τις υπολογισμένες κινήσεις της κάμεράς του, αλλά κυρίως για την ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνει στην ομορφιά της εικόνας, όπως στο Il Divo (2008), με το οποίο θα συμμετάσχει για τρίτη φορά στο διαγωνιστικό των Καννών, κερδίζοντας μάλιστα το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, στο βραβευμένο με Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας, The Great Beauty (2013) αλλά και στο Youth (2015), το οποίο απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στα Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

Ο πολυβραβευμένος Ιταλός σκηνοθέτης, ίσως είναι ο μοναδικός που κατάφερε με κάποιο τρόπο να πλησιάσει την σκηνοθετική ευφυία του θρυλικού Federico Fellini. Άλλωστε, ο ίδιος, δεν έχει αποκρύψει ποτέ την αγάπη του για τον αείμνηστο συμπατριώτη του, λειτουργώντας ως ένας αν μη τι άλλο, άξιος μιμητής του. Παρόλα αυτά, στο The Hand of God, την ημι-αυτοβιογραφική, γλυκόπικρη ταινία για τα εφηβικά του χρόνια στις γειτονιές και τις παραλίες της Νάπολι, το καλοκαίρι του ’84, αναμένοντας την ιστορική μεταγραφή του μεγάλου Diego Maradona στην τοπική ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης, φαίνεται να βάζει στην άκρη για λίγο τις γνωστές “φελινικές” του προσεγγίσεις, αφήνοντας την ιστορία να βρει τον δικό της δρόμο μέσα από γεγονότα και καταστάσεις που θα καθορίσουν την πορεία του βασικού του χαρακτήρα.

Ο 14χρόνος Fabietto (Filippo Scotti) ζει σε μία συνοικία της Νάπολι, με τον πατέρα του Saverio Schisa (Toni Servillo) και τη μητέρα του Maria Schisa (Teresa Saponangelo). Δεν έχει φίλους, ούτε κοπέλα, και γενικότερα η κοινωνική του ζωή δεν είναι και στα καλύτερα της, περνώντας αρκετό καιρό με τους δυο συμπαθέστατους γονείς του και το μεγάλο και παράξενο σόι του, αλλά και τον φιλόδοξο αδελφό του Marchino (Marlon Joubert), ο οποίος τρέχει από οντισιόν σε οντισιόν, προσπαθώντας να πετύχει το όνειρο του και να γίνει ο επόμενος Marcello Mastroianni. Ο Fabietto, παρατηρητής όλων όσων συμβαίνουν γύρω του, προσπαθεί κι αυτός με την σειρά του βρει τον δικό του δρόμο στην ζωή.

Αρχικά να πούμε ότι ακολουθούμε τον νεαρό Fabietto συνεχώς, βρίσκεται σχεδόν σε κάθε σκηνή, αυτός είναι το επίκεντρο της προσοχής μας και μέσα από τα δικά του μάτια βιώνουμε τα πάντα. Η ιστορία είναι μονάχα δική του, με τους υπόλοιπους υποστηρικτικούς χαρακτήρες να βρίσκονται εκεί όχι μόνο για να βοηθήσουν στα διλλήματα που προκύπτουν στην ζωή του νεαρού, αλλά για να έχουν κι αυτοί τις δικές τους καθοριστικές στιγμές. Η ταινία θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο βλέπουμε την καθημερινότητα του Fabietto και της οικογένειάς του, ενώ στο δεύτερο, μετά από ένα γεγονός που τραυματίζει ανεπανόρθωτα την εφηβική του ψυχή, ο μικρός βρίσκεται να περιπλανιέται μόνος, χαμένος και βαθιά πληγωμένος, προσπαθώντας να βρει τις σωστές απαντήσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δυο είναι τα “φαντάσματα” που κυριαρχούν συνεχώς στην ταινία, το πρώτο είναι ο σκηνοθέτης-μύθος για το Ιταλικό (και όχι μόνο) σινεμά, Federico Fellini, που το όνομά του αναφέρεται συνεχώς σε διάφορες σκηνές, ενώ το δεύτερο, είναι «ο Θεός του ποδοσφαίρου», Diego Armando Maradona. Για παράδειγμα, υπάρχει η αξιομνημόνευτη σκηνή στο μπαλκόνι του σπιτιού των γονιών του Fabietto, όπου παρακολουθούν σε μία παλιά τηλεόραση της εποχής μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του, τον αγώνα Αργεντινής-Αγγλίας στο Μουντιάλ το καλοκαίρι του ’86. Την στιγμή λοιπόν που ο Maradona εκμεταλλεύεται το λάθος της Αγγλικής άμυνας και πηδάει ανενόχλητος μπροστά από τον Άγγλο τερματοφύλακα και με την βοήθεια του αριστερού χεριού του σκοράρει το περίφημο γκολ, γνωστό ως «Hand of God Goal», ο θείος του μικρού Fabietto τον κοιτάζει αναψοκοκκινισμένος, γεμάτος περηφάνια, βαθιά μέσα στα μάτια και του εξηγεί τον συμβολικό χαρακτήρα του γκολ αυτού, την πολιτική πράξη, την ημέρα που από θνητός, ο Maradona, μετατράπηκε σε Θεός.

Ο τρόπος που κινηματογραφεί την Νάπολι ο Sorrentino, κρύβει μεγάλη αγάπη, αλλά και κατανόηση για τον τρόπο ζωής που είχαν διαλέξει οι πολίτες της πόλης ανάμεσα στην νομιμότητα αλλά και στην παρανομία, ενώ ταυτόχρονα μας αφήνει να αισθανθούμε τον αέρα αλλαγής κι ελπίδας που έφερε ο ερχομός του σπουδαίου Αργεντίνου ποδοσφαιριστή στους Ναπολιτάνους. Όχι ότι αυτό έχει κάποια σχέση με την υπόλοιπη ταινία, σίγουρα όμως επηρέασε έμμεσα την ζωή του νεαρού Fabietto. Σκηνοθετικά τώρα, έδειξε πιο απελευθερωμένος από οποιαδήποτε άλλη φορά, ίσως επειδή θέλησε να επενδύσει περισσότερο στο συναίσθημα και λιγότερο στους υπολογισμούς. Όσο αφορά τις μελωδίες του Lele Marchitelli βέβαια, αισθάνθηκα ότι δεν κατάφεραν να συνδεθούν με το κλίμα της ταινίας.

Το Hand of God, για να ολοκληρώσω, έχοντας έναν απόλυτα συμπαθή πρωταγωνιστή, που πασχίζει μετά από την τραγωδία που βίωσε να βρει τον δρόμο του, είναι μία ξεκάθαρη ιστορία ενηλικίωσης, μία ιστορία ενός μελλοντικού σκηνοθέτη που έμελλε με το έργο του να επηρεάζει μέχρι και σήμερα τις δουλειές καινούργιων καλλιτεχνών. Μην ψάξετε για πλοκή, δεν έχει. Αυτό που έχει όμως, είναι μία γλυκόπικρη ιστορία για να μας υπενθυμίσει ότι ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν να καταρρέουν γύρω σου, ακόμα κι αν σε έχουν αφήσει όλοι μόνο/η σου, αν καταφέρεις να μην γίνεις κομμάτια από αυτό -όπως τον συμβουλεύει ο μελλοντικός του μέντορας, Antonio Capuano, στα τελευταία λεπτά της ταινίας- τότε, ίσως να έχεις κι εσύ μία αξιόλογη ιστορία να πεις, και να σε θυμούνται γι’ αυτη.