Είναι το Old η καλλιτεχνική επιστροφή του Shyamalan που περιμέναμε; | Review

Ο δαιμόνιος δημιουργός επανέρχεται με ακόμα μια ιδιαίτερη ιδέα αλλά…
03 Αυγούστου 2021 11:18
Είναι το Old η καλλιτεχνική επιστροφή του Shyamalan που περιμέναμε; | Review

Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ. Αν υπάρχει ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του M. Night Shyamalan ως σκηνοθέτη, τότε είναι ο ήρωας του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον με τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες παγιδευμένες στο ίδιο πρόσωπο. Σε κάθε του ταινία αναρωτιέσαι ποια πτυχή του θα δεις, την εξαιρετική των “6th Sense”, “Unbreakable”, “The Village” ή την ιδιαίτερα αδύναμη των “Τhe Happening”, “Lady in the Water”, “Avatar: The Last Airbender”.

Υπάρχουν και μπόλικες δουλειές του στο ενδιάμεσο, αλλά η ικανότητά που έχει για το καλύτερο και για το χειρότερο είναι, ίσως, μοναδική στο σύγχρονο σινεμά. Προσωπικά, δεν σας κρύβω ότι του έχω μια αδυναμία. Είναι το ότι, σε αντίθεση με μεγάλο αριθμό σύγχρονων σκηνοθετών εντός του Hollywood, ο Shyamalan έχει ένα εντελώς δικό του ύφος και παρότι δεν του βγαίνει πάντα, είναι φιλόδοξος, παθιασμένος με τα έργα του.

Είναι καλλιτέχνης με μια αγνή, σχεδόν παιδική έννοια. Σκηνοθετικά, ποτέ δεν είναι διεκπεραιωτικός, ένας τυπικός τεχνίτης. Κάθε κίνηση της κάμερας, κάθε σύνθεση του κάδρου, κάθε στήσιμο έχει καθαρά την δική του πρόθεση, σκέψη, έμπνευση από πίσω. Συχνά φαίνεται επιτηδευμένος, όπως εδώ, αλλά δεν είναι ποτέ βαρετός.

Δυστυχώς, το Old είναι περισσότερο έργο του κύριου Χάιντ παρά του Δόκτωρ Τζέκιλ. Εμπνευσμένο από την εικονογραφημένη νουβέλα "Sandcastle", η ταινία θέλει μια ομάδα ανθρώπων να βρίσκεται σε μια παραλία που τους κάνει να γερνάνε πολύ γρήγορα. Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα και οι θεματικές εξερευνήσεις με πλούσιες δυνατότητες αλλά, δυστυχώς, η εκτέλεση χωλαίνει σε αρκετά επίπεδα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για μένα εντοπίζεται στην γραφή.

Εκτός του ότι έχει μια αδυναμία στους διαλόγους και ορισμένες αρκετά χοντροκομμένες ιδέες, κάθε στοιχείο των χαρακτήρων γίνεται τόσο φανερό ότι υπάρχει για να εξυπηρετήσει έναν συγκεκριμένο σκοπό είτε της πλοκής, είτε του θέματος, που πολύ γρήγορα χάνουν την ζωντάνια τους, φαίνονται μονοδιάστατοι. Αυτό νομίζω κάνει και τις ερμηνείες ορισμένων αξιόλογων ηθοποιών όπως ο Rufus Sewell, o Gael Garcia Bernal, η Vicky Krieps και ο Alex Wolff να φαίνονται χειρότερες απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.

Ο Shyamalan επιμένει να τους κινηματογραφεί με κοντινά, γεμάτα δραματικότητα πλάνα που κάνει την κάθε τους λέξη να μοιάζει πιο πομπώδης από την προηγούμενη. Θεωρώ το blocking ωστόσο, δηλαδή τον τρόπο που είναι στημένη η δράση, ιδίως περίπου στην μέση της ταινίας όπου αρχίζει να φουντώνει η ένταση, επίτηδες κατασκευασμένο να δημιουργεί μια αίσθηση αποπροσανατολισμού και σύγχυσης. Η κάμερα γενικά εδώ, όπως και σε όλες τις ταινίες του, έχει σκοπό. Το βλέπεις στα πολύ όμορφα πλάνα που κινούνται σαν ένα εκκρεμές, δεξιά, αριστερά, δεξιά ή σε ορισμένα εντυπωσιακά travelling όπως αυτό που ακολουθεί το παιχνίδι των παιδιών με ενέργεια και ανεμελιά.

Αυτό που δεν λειτουργεί είναι ότι καταλαβαίνεις αυτά που θέλει ή προσπαθεί να πει η ταινία για τον χρόνο και τον θάνατο, αλλά δεν σε αγγίζουν. Το απότομο πέρασμα του χρόνου είναι μια έξυπνη ιδέα για να εξερευνήσεις τον ψυχισμό των χαρακτήρων. Υπάρχουν εδώ σχόλια για την ματαιοδοξία της ομορφιάς, την ευτυχία του να ζεις αληθινά στο παρόν, την κάθε στιγμή, την αποδοχή της φυσική παρακμής, τον τρόπο που χανόμαστε σε ασημαντότητες και την σχετικότητα του χρόνου.

Προσωπικά, ενώ μπορώ να τα εντοπίσω όλα αυτά πολύ καθαρά μέσα στην ταινία, μαζί με όλο τον φιλοσοφικό διάλογο που επιχειρεί πολύ στοχευμένα ο Shyamalan, δεν με συγκίνησαν καθόλου. Πέραν ίσως από το ζευγάρι των Bernall – Krieps, οι υπόλοιποι χαρακτήρες μοιάζουν με πιόνια ενός στημένου πλάνου. Νομίζω η λέξη κλειδί εδώ είναι η “επιτήδευση”. Όπως ανέφερα και στην εισαγωγή, κάθε λέξη, κάθε πλάνο, κάθε σκηνή, μοιάζει να βγαίνει στο πανί επιτηδευμένα και, άρα, “άψυχα”. Δεν βοηθάει καθόλου και το περιττά επεξηγηματικό τέλος που κατά τη γνώμη μου, υποβιβάζει σε ένα τυπικό μυστήριο την υπόθεση, πλήττει την ατμόσφαιρα που έχει χτίσει και κυρίως, αποπροσανατολίζει την ταινία από τα βασικά της θέματα. 

Στην τελική, το Old, απ’ όλες τις ταινίες του συμπαθέστατου Ινδού σκηνοθέτη, μου θύμισε περισσότερο το Signs. Υπάρχει αληθινή τεχνική μαεστρία πίσω από την κάμερα, μια προσεκτικά χτισμένη ατμόσφαιρα στην παραλία αλλά και μια αδυναμία στην γραφή που το κάνει να φαίνεται μελοδραματικό όταν θα έπρεπε να είναι δραματικό και επιφανειακό στη σκέψη του όταν θα έπρεπε να είναι βαθύ. Νομίζω, ή το λατρεύεις ή το περιφρονείς.