The Handmaid's Tale Season 4 Review - Η Elisabeth Moss είναι γεννημένη για αυτόν τον ρόλο

Μήπως έφτασε η ώρα της ελευθερίας;
23 Ιουνίου 2021 10:16
The Handmaid's Tale Season 4 Review - Η Elisabeth Moss είναι γεννημένη για αυτόν τον ρόλο

Η πολυβραβευμένη σειρά-φαινόμενο του Hulu, έκανε πρεμιέρα 27 Απριλίου και μέσα από 10 -σχεδόν- ωριαία επεισόδια μας μεταφέρει και πάλι στην εφιαλτική κοινωνία του Gilead. Στην καινούργια σεζόν θα βρούμε ενδιαφέρουσες αλλαγές πίσω από τις κάμερες, πράγμα που θα περίμενε κανείς να λειτουργήσει θετικά, όσον αφορά την φρεσκάδα και την αισθητική του σόου. Για παράδειγμα, θα δούμε την Elizabeth Moss -πέρα από την εξαιρετική δουλειά που κάνει με την ερμηνεία της- να πραγματοποιεί και το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στο τρίτο επεισόδιο με τίτλο, Τhe Crossing.

Ο δημιουργός της σειράς, Bruce Miller, αντλεί έμπνευση από το ομώνυμο βραβευμένο δυστοπικό μυθιστόρημα της Margaret Atwood που γράφτηκε το μακρινό 1985. Παρέα με την Moss, συνεχίζει να συμμετέχει ένα αξιόλογο cast ηθοποιών όπως οι: Joseph Fiennes, Yvonne Strahovski, Samira Wiley, Alexis Bledel, Bradley Whitford, Ann Dowd και Max Minghella. Επίσης, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πριν την πρεμιέρα της 4ης σεζόν, το The Handmaid’s Tale, ανανεώθηκε ήδη για 5η χρονιά.

Από την πρώτη κιόλας σεζόν αυτό που ξεχώριζε στην σειρά ήταν η μεγάλη ευκολία που είχε, μέσα από τους σχεδόν ανατριχιαστικούς διαλόγους αλλά και με την βοήθεια των συγκλονιστικών ερμηνειών σε συνδυασμό με την υποβλητική ατμόσφαιρα και μουσική, να σε γραπώσει συναισθηματικά από μία μόνο σκηνή χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να γνωρίζεις λεπτομέρειες για την ιστορία και τους χαρακτήρες.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν έπεφτες τυχαία σε μία σκηνή ενός τυχαίου επεισοδίου της σειράς και παρακολουθούσες αυτό που συμβαίνει μέσα από ένα ολιγόλεπτο βιντεάκι στο διαδίκτυο, ο συνδυασμός των παραπάνω θα ήταν αρκετός για να σε κάνει να “ψαχτείς” και να πεις «αυτό το σόου, πρέπει οπωσδήποτε να το δω».

Αυτό είναι κάτι που αντιπροσωπεύει την σειρά μέχρι και σήμερα. Υπάρχουν σκηνές στην τέταρτη σεζόν, που προκαλούν μία μίξη συναισθημάτων, ανατριχίλας, τρόμου, μία εξουθενωτική αίσθηση φόβου και ανασφάλειας, και με μία γενικευμένη απειλή η οποία υπάρχει πάντα στην ατμόσφαιρα.

Δεν ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς, ποιον να φοβηθείς ή να λυπηθείς, ποιον να συμπαθήσεις, ποιον πραγματικά να μισήσεις. Οι σεναριογράφοι παίζουν ένα εξαιρετικό παιχνίδι με το μυαλό σου με επίκεντρο πάντα τους χαρακτήρες και τις δικές τους επιλογές. Ακόμα και το “παρανοϊκό” αυτό καθεστώς του Gilead, και οι “διαβολικοί” άνθρωποι που το διοικούν, δεν σου παρουσιάζονται ποτέ ως καρικατούρες κακοί.

Παρόλα αυτά, η τέταρτη σεζόν παρουσιάζει τις περισσότερες αδυναμίες σε σύγκριση με τους προηγούμενους κύκλους. Καταρχάς, ενώ τα γεγονότα πραγματικά “τρέχουν”, ο ρυθμός για κάποιο λόγο μοιάζει ανεξήγητα αργός χωρίς να προσθέτει σχεδόν τίποτα δραματουργικά και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να του αφαιρεί. Το The Handmaid’s Tale, δεν φημίζεται για την γρήγορη και κοφτερή ταχύτητα σαν σειρά, αυτό είναι γνωστό. Λειτουργούσε πάντα με έναν υπνωτιστικό ρυθμό και άφηνε την απειλή να υποβόσκει κάτω από ψεύτικα χαμόγελα και καταστάσεις. Η επιτυχία του όμως στις πρώτες σεζόν ήταν η ισορροπία που υπήρχε μεταξύ ρυθμού και ροής των γεγονότων. Στη τελευταία σεζόν η αρμονία αυτή κάπως διαταράσσεται.

Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει από την σεναριακή ομάδα στον τρόπο που έχουν προσεγγίσει τον κάθε χαρακτήρα δίνοντας του ένα ξεκάθαρο και συγκροτημένο character arc. Σε αυτό βοηθάνε φυσικά οι ερμηνείες των ηθοποιών που για ακόμη μία χρονιά είναι συγκλονιστικές και κρατάνε το οικοδόμημα του Bruce Miller σε υψηλά επίπεδα.

Συγκεκριμένα, όσο κλισέ και αν ακούγεται, η Elisabeth Moss μοιάζει να έχει “γεννηθεί” για αυτόν τον ρόλο. Ο τρόπος που δείχνει τι μπορεί ο πόνος να κάνει σε έναν βαθιά διαλυμένο άνθρωπο, καταφέρνει να το επικοινωνήσει μέσα από τις πιο διακριτικές κινήσεις και μορφασμούς, ακόμα και ένα κόμπιασμα στην φωνή της είναι ικανό να σε συγκινήσει.

Κλείνοντας, η τέταρτη σεζόν του The Handmaid’s Tale, καταφέρνει να κρατήσει το τηλεοπτικό ενδιαφέρον σε ικανοποιητικά επίπεδα, με έντονες συγκινησιακές στιγμές, λυτρωτικές για κάποιους χαρακτήρες χωρίς όμως την απουσία του μελοδράματος, και ίσως, για ορισμένες μόνο φορές, της φθηνής σαπουνόπερας.