The Woman in the Window Review - Αξίζει όλη τη φασαρία και τα trending;

Η Amy Adams γίνεται η ηρωίδα του A.J. Finn στο θρίλερ του Netflix
19 Μαΐου 2021 10:34
The Woman in the Window Review - Αξίζει όλη τη φασαρία και τα trending;

Το ψυχολογικό θρίλερ "The Woman in the Window"που έκανε πρεμιέρα στο Netflix, υπογράφει o δημιουργός του The Darkest Hour, Joe Wright με την Amy Adams (Justice League, Arrival) να αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο εδώ ενώ δίπλα της παίζει και ο βραβευμένος με Όσκαρ, Gary Oldman.

Την εν λόγω παραγωγή της Fox 2000 σεναριακά επιμελήθηκε ο Tracy Letts. Ενδεχομένως εν προκειμένω κάποιοι να προβούν στους αντίστοιχους συνειρμούς σχετικά και με την κλασική ταινία Rear Window του Alfred Hitchcock, ωστόσο το κινηματογραφικό αυτό project εμπνέεται από το ομότιτλο μεταφρασμένο σε 38 γλώσσες best seller μυθιστόρημα του A.J. Finn.  

Ο βασικός άξονας του έργου περιστρέφεται γύρω από την ‘Anna Fox’ (Adams), μία παιδοψυχολόγο που αγωνίζεται να διαχειριστεί το σοβαρό  πρόβλημα αγοραφοβίας και κατάθλιψης που έχει έπειτα από ένα οδυνηρά τραγικό συμβάν στη ζωή της. Η τάση της να παίρνει την φαρμακευτική της αγωγή με αλκοόλ παραμένει. Η γυναίκα καιρό τώρα δεν έχει εγκαταλείψει την πολυτελή της κατοικία στα περίχωρα της Νέας Υόρκης. Εντούτοις, εντελώς αναπάντεχα θα γίνει κατά λάθος μάρτυρας ενός φρικτού φόνου που σχετίζεται με μία νεοαφιχθείσα οικογένεια στη συνοικία της. Βέβαια, κανείς δεν δίνει βάση στα λεγόμενα της ‘Anna’, με την αστυνομία να αμφισβητεί όλα όσα ισχυρίζεται. Η ηρωίδα νιώθει την αμφιβολία να την κατακλύζει βασανιστικά ολοένα και περισσότερο, και παλεύει να ξεχωρίσει τί είναι πραγματικό και τί όχι, με τις ψυχικές της αντοχές να κλονίζονται μέρα με την μέρα με όσα έρχονται στην επιφάνεια.

Το cast συμπληρώνουν επίσης οι: Julianne Moore, Anthony Mackie, Wyatt Russell, Brian Tyree Henry, Liza Colón-Zayas, Mariah Bozeman, Fred Hechinger και η Diane Dehn.

Η ταινία αυτή απ’ ό,τι αποδεικνύεται δυστυχώς δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στο ύψος των προσδοκιών αφενός των θεατών, και αφετέρου των αναγνωστών του αντίστοιχου βιβλίου αφού καταλαβαίνει κανείς ότι ως προς την απόδοσή του ως ενός κάπως “χιτσκοκικά” επηρεασμένου θρίλερ ψυχολογικού τρόμου, χωλαίνει σε αρκετά σημεία. Και δεν είναι ότι δεν συμβαδίζει με την εξιστόρηση του A.J. Finn αλλά με την ποιότητα, το ύφος, την ατμοσφαιρική αισθητική, το νεύρο, την ένταση και την αγωνία που κανονικά θα έπρεπε να είχαν τα γεγονότα.

Πράγματι μπορεί να φαντάζει αρκετά κλισέ η φράση ότι «το βιβλίο δεν συγκρίνεται με το φιλμ», όμως και στην περίπτωση αυτή επαληθεύεται το νόημά της και όντως ξενίζει κάτι τέτοιο το κοινό αφού το μυθιστόρημα ήταν σχεδόν κινηματογραφικά δοσμένο σε σημείο που να διευκολύνει εξαιρετικά πολύ την μεταφορά του στο πανί της μεγάλης οθόνης. Παρ’ όλα αυτά, η διασκευή του πρωτότυπου υλικού δεν δούλεψε όπως προσμέναμε με αποτέλεσμα εύλογα να προκύπτει ο προβληματισμός γιατί δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή ως προς την αποτύπωση της ίντριγκας που ήταν διάχυτη στις σελίδες του βιβλίου.

Πρώτα απ’ όλα, τα κοινότοπα μοτίβα εξέλιξης της δράσης και τα jump scares φυσικά δεν λείπουν, ενώ δεν είναι και τόσο σύνθετο να μπορέσει κανείς να τα διαβλέψει σωστά στην πλειονότητα των περιπτώσεων οπότε ατονεί αυτομάτως το στοιχείο του καθεαυτού αιφνιδιασμού, της έκπληξης και της ανατροπής.

Η Amy Adams υποδύεται πειστικά μία γυναικεία ύπαρξη με μία σμπαραλιασμένη ψυχοσύνθεση από την μετατραυματική αγχώδη διαταραχή και την κατάθλιψη που την ταλανίζει. Δεν δένεσαι κατευθείαν μαζί της αλλά στην πορεία την συμπαθείς.

Ακόμη και αν υπάρχει ένα αξιόλογο επιτελείο ηθοποιών αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να σώσει την όλη κατάσταση. Όποιος έχει διαβάσει τον καθηλωτικό λογοτεχνικό μύθο απ’ όπου προέρχεται αυτήν η αφήγηση, δεν είναι δυνατόν να μην αντιπαραβάλει το πόσο επιτυχημένα καλλιεργείται εκεί το έδαφος για την ψυχογράφηση των ηρών και πώς τελικά στην ταινία παρέχονται πιο φειδωλά τα ανάλογα ερεθίσματα. Συν τοις άλλοις, η ροή των τεκταινόμενων εμφανίζει σημαντική κοιλιά κατά διαστήματα.

Επιπρόσθετα, ο δέκτης αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να δεθεί εύκολα με τους χαρακτήρες, να ταυτιστεί με ό,τι βιώνουν αφού ανά σημεία αναμοχλεύονται ή μονοπωλούν τη δράση πράγματα που εμποδίζουν λιγάκι την σύνδεση αυτή. Στον επίλογο ξεσκεπάζεται η αληθινή απειλή αλλά παρατηρείται ότι σκιαγραφείται υπερβολικά επεξηγηματικά η όλη κατάσταση ώστε αναπόφευκτα να κουράζει λιγάκι αυτήν η τόσο διεξοδική προσέγγιση που είναι σαν να αγγίζει ίσως και το επίπεδο της υπερανάλυσης.

Το The Woman in the Window θα ήταν προτιμότερο μάλλον να το παρακολουθήσει κανείς ως ένα πολύ συγκρατημένο μυστήριο που ξεκινάει με κρυφές ματιές πίσω απ’ το παράθυρο. Θα μπορούσε περισσότερο να το εννοήσει κάποιος ως μία επίκαιρη, κλειστοφοβική αλληγορία για την κοινωνική απομόνωση, την στενοχώρια, την βαριά διάθεση και την πίεση των σύγχρονων ρυθμών ζωής, και εν μέρει να το παραλληλίσει με την συναισθηματική αποστασιοποίηση, το μούδιασμα που επέφερε η καραντίνα εγείροντας μέσα μας φόβους και την ελπίδα-ανησυχία για την επιστροφή μας στην προ της πανδημίας φάση.