Ξετυλίγουμε το κουβάρι του ΤΕΝΕΤ και τον γόρδιο δεσμό στο μυαλό του Christopher Nolan

Όταν ο Nolan χάνεται στον εαυτό του…με spoilers
02 Σεπτεμβρίου 2020 12:38
Ξετυλίγουμε το κουβάρι του ΤΕΝΕΤ και τον γόρδιο δεσμό στο μυαλό του Christopher Nolan

Πριν προχωρήσετε να σας προειδοποιήσουμε πως το παρόν προορίζεται για όποιον έχει δει ήδη την ταινία και έτσι περιέχει SPOILERS!


Υπάρχουν μεγάλοι σκηνοθέτες - διανοούμενοι και υπάρχουν μεγάλοι σκηνοθέτες - καλλιτέχνες. Ο μονολεκτικός αυτός διαχωρισμός είναι χοντροκομμένος φυσικά και δεν έχει σκοπό να αφορίσει τους σκηνοθέτες της πρώτης κατηγορίας ως μη-καλλιτεχνικούς, αλλά, κυρίως να φωτίσει τον διαφορετικό τρόπο που προσεγγίζουν τις ταινίες τους οι αυτές θεωρητικές ομάδες. Έχοντας κατά νου ότι ποτέ στην τέχνη δεν μιλάμε με απόλυτους όρους, στην πρώτη κατηγορία εντάσσω σκηνοθέτες όπως ο Kubrick, o Welles, ο Fincher κ.α. οι οποίοι φαίνεται να έλκονται και να διεισδύουν με έναν εγκεφαλικό τρόπο στο θέμα των ταινιών τους κι έπειτα, με τη δεξιοτεχνία που τους διακατέχει, να το ανασυνθέτουν σε άπταιστη κινηματογραφική γλώσσα στην οθόνη.

Αυτοί οι σκηνοθέτες έχουν ένα τεράστιο εύρος και μοιάζουν ικανοί να σκηνοθετήσουν τα πάντα, γιατί επιβλέπουν το υλικό τους από την υψηλή αλλά και λίγο απόμακρη θέση της διάνοιας. Όπως έλεγε και ο Ραφαηλίδης για τον Kubrick, νιώθεις ότι δεν τον ενδιαφέρει, σε ένα προσωπικό επίπεδο, το θέμα. Το πλησιάζει σαν ένας σκεπτόμενος εστέτ. Τον ενδιαφέρει η φόρμα, η έκφραση καθαυτή μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα. Από την άλλη μεριά, οι σκηνοθέτες – καλλιτέχνες είναι καταδικασμένοι να κάνουν, περίπου, συνεχώς την “ίδια” ταινία. Η δική τους προσέγγιση είναι εσωτερική, το υλικό τους προέρχεται κυρίως από προσωπικές εμμονές, αγωνίες και πάθη. Ένα τεράστιο κομμάτι του εαυτού τους μεταφέρεται και κυριεύει την οθόνη κάθε φορά. Σκηνοθέτες όπως ο Bergman, ο Tarkovsky, o Scorsese, ο Fellini κ.α. ανήκουν, κατά τη γνώμη μου, σε αυτή την κατηγορία. Φυσικά, αυτές οι δύο κατηγορίες αποτελούν πόλους στους οποίους δεν εντάσσονται απόλυτα οι περισσότεροι σκηνοθέτες.

Η μεγάλη μάζα των δημιουργών κινείται σε έναν ενδιάμεσο χώρο, με άλλους να γέρνουν περισσότερο προς τον έναν πόλο και άλλους προς τον άλλον. Υπάρχουν και περιπτώσεις, όπως ο Kurosawa ας πούμε, που μεταπηδούν από την μια προσέγγιση στην άλλη. Ο διάσημος Ιάπωνας σκηνοθέτης στην αρχή της καριέρας του άνηκε στην πρώτη κατηγορία αλλά αργότερα πέρασε ολοκληρωτικά στην απέναντι πλευρά. Όπως αναφέρει και ο Shinobu Hashimoto στο βιβλίο του Compound Cinematics για τους ύστερους καρπούς του Kurosawa: “Mr Kurosawa ended up transforming from a great craftsman of the highest skill into an individual artist”.  Ο λόγος που κάνω αυτήν την μακροσκελή εισαγωγή είναι επειδή μου ήταν πολύ δύσκολο να τοποθετήσω τον Nolan σε αυτόν τον προσωπικό χάρτη. Μέχρι που είδα το Tenet.

Είμαι πλέον πεπεισμένος πως ο Nolan βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον πόλο του σκηνοθέτη-καλλιτέχνη απ’ ότι, ενδεχομένως, ακόμα και ο ίδιος αντιλαμβάνεται. Το σινεμά του διατρέχεται εις βάθος από πάθη και εμμονές, από συγκεκριμένη σημειολογία, κοινή έκφραση και από παρόμοιες αναβλύζουσες αγωνίες. Το Tenet, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ταινία του μέχρι σήμερα, αναδεικνύει έναν δημιουργό που δεν μπορεί παρά να περιστρέφεται σαν δορυφόρος γύρω από τα ίδια θέματα. Ακόμα και όταν αλλάζει είδη, τα φέρνει στα μέτρα και τις ευαισθησίες του. Η αλήθεια είναι πως έπρεπε να το καταλάβω από το Dunkirk, όταν πήρε μια πολεμική ταινία και την μετέτρεψε σε ένα αγχωτικό θρίλερ χρόνου. Αλλά ας περάσουμε στο ψητό. Στην περίπτωση του Tenet, το είδος είναι η κατασκοπική περιπέτεια/θρίλερ. Για ακόμα μια φορά όμως, πρωταγωνιστής είναι ο χρόνος.

Είναι πλέον προφανές πως για τον Βρετανό σκηνοθέτη, ο χρόνος είναι ο απόλυτος δεσπότης. Αντιπροσωπεύει μια ντετερμινιστική παρακμή, έναν εκφυλισμό από τον οποίο ο άνθρωπος παλεύει αιώνια να γλιτώσει. Ο χρόνος ήταν -κάπως- προκαλυμμένα ο αληθινός εχθρός στο Dunkirk, στο Inception, στο Memento, στο Interstellar, αλλά, στο Tenet είναι πλέον απροκάλυπτα. Ο χρόνος έρχεται να μας συνθλίψει. Η υπαρξιακή αγωνία του Nolan φανερώνεται στους χίλιους-δυό τρόπους που έχει προσπαθήσει στην καριέρα του να τον τιθασεύσει, να τον παραμορφώσει, να τον επαναπροσδιορίσει, να τον φέρει με κάποιον τρόπο στα μέτρα του. Είναι η κοπέλα στο Prestige που βυθίζεται στην δεξαμενή και υπό τους ήχους του δείκτη που τρέχει ρυθμικά προς την καταστροφή της, πρέπει να εκτελέσει το μαγικό της για να ελευθερωθεί. Ο Nolan προσπαθεί σε όλη την καριέρα του με ένα μαγικό κόλπο να γλιτώσει από τον χρόνο.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι ταινίες του μοιάζουν όλο και περισσότερο με μια μορφή ψυχοθεραπείας και λύτρωσης. Στην αδυσώπητη καταστροφική ιδιότητα του χρόνου, ο Nolan αντιπαραβάλει σταθερά δύο πράγματα: την τέχνη και την αγάπη. Στην πρώτη σκηνή του Tenet (που θυμίζει Dark Knight σε στήσιμο κι εκτέλεση) οι τρομοκράτες συνθλίβουν με μανία τα μουσικά όργανα μιας ορχήστρας. Προσέξτε τον συμβολισμό: η μουσική είναι μια τέχνη που αναβλύζει από τον έλεγχο και την αρμονία του χρόνου. Ο Nolan από την αρχή μας ενημερώνει για τις δύο δυνάμεις που θα έρθουν σε σύγκρουση στην ταινία. Οι δυνάμεις που αντιμάχονται σε όλη του την καριέρα. Το δίπολο μεταφέρεται και στην σχέση του αρχι-τρομοκράτη, Ρώσου μεγιστάνα και της γυναίκας του. Αυτή έμπορος τέχνης, αυτός έμπορος όπλων.

Και φυσικά, καταλήγει στον χαρακτήρα του Neil (Robert Pattinson), με φυσιογνωμία και όνομα που παραπέμπει στον ίδιο τον Nolan, με μποέμ παρουσιαστικό που θυμίζει περισσότερο καλλιτέχνη παρά πράκτορα, μοιάζει με έναν χαρακτήρα φύλακα-άγγελο που δρα καταλυτικά καθ’ όλη τη διάρκεια της πλοκής. Η μεγαλύτερη του δύναμη; Η κατανόηση της περίπλοκης φύσης του χρόνου και η χειραγώγησή του. Ο Neil μοιάζει με την ηρωική φαντασίωση του Nolan, τον δικό του σούπερ ήρωα ή αν θέλετε, τον δικό του James Bond. Ο ανώνυμος ήρωας της ταινίας, παρότι πάντα στο επίκεντρο, μοιάζει πολλές φορές με πιόνι στα χέρια του. Το Tenet, ως η απόπειρα του Nolan να κάνει μια δική του εκδοχή ενός “υπερήρωα των μαζών” όπως λέει και ο Εco, αποδεικνύεται αποκαλυπτικό για τους εσωτερικούς κινητήριους μοχλούς του.   

Η αληθινή πρωταγωνίστρια της ταινίας βέβαια, είναι η Kat, η οποία ως γνήσια “Nolanική” πρωταγωνίστρια, έχει ενοχές και παλεύει για το παιδί της. Μέσα στις συμβάσεις αυτού του είδους, ο βρετανός σκηνοθέτης δεν θεωρεί απαραίτητο να δώσει κάτι πέρα από σχηματικά κίνητρα στους χαρακτήρες του. Πάντοτε βέβαια, η αφηρημένη έννοια της ευτυχίας και της αγάπης που συνήθως παίρνουν την συμβολική μορφή των παιδιών, βρίσκεται στις ταινίες του σχηματικά και εκτός κάδρου. Είναι η λύτρωση που όλοι κυνηγάνε απελπισμένα και ο Nolan μας την προσφέρει πάντα ως ένα απλό παραθυράκι, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, για να το δούμε, να το φανταστούμε αλλά ποτέ να το ζήσουμε.

Είναι η εικόνα των παιδιών στο Inception, η εικόνα του Bruce και της Selina στο τέλος του Dark Knight Rises, το κοριτσάκι-τρόπαιο στο Prestige, η κίνηση του Cooper να αναζητήσει την Brand στο τέλος του Interstellar και πάει λέγοντας. Εδώ όμως, ο Nolan έχει απογυμνώσει σχεδόν τα πάντα από ανθρώπινο βάθος και τα κρατάει αποκλειστικά σε ένα σχηματικό, συμβολικό επίπεδο. O πρωταγωνιστής του είναι ένα άδειο κέλυφος, χωρίς παρελθόν και ο κακός, μια καρικατούρα εγωμανή μεγιστάνα που γνωρίζεις πριν καν πει την παραμικρή λέξη, το παιδί η ελπίδα, ο Neil ο καλλιτέχνης ως πράκτορας-προστάτης του μέλλοντος, εχθρός του χρόνου. Λειτουργούν, αλλά, είναι ψυχρά ή καλύτερα, άψυχα. Ο λόγος που επέλεξε αυτήν την οδό, νομίζω έχει να κάνει με την δεύτερη μεγάλη εμμονή του Nolan: την ταινία ως μαγικό κόλπο.

Ο Nolan δομεί τις ταινίες του σαν ταχυδακτυλουργός. Τραβάει την προσοχή μας, μας εγείρει εγκεφαλικά, μας δίνει μυστήρια και θέαμα, μας μπερδεύει με σκοπό όλα να οδηγήσουν σε μια τρίτη πράξη όπου ξετυλίγοντας τον “κόμπο”, όχι απλά θα εκπλαγούμε, αλλά θα μαγευτούμε. Προσέξτε τη διαφορά, η έκπληξη είναι κάτι “στεγνό”. Στο επίκεντρο των σεναρίων του βρίσκεται συνήθως μια πρωτότυπη ιδέα που συνοδεύεται από δική της λογική. Σε ένα πρώτο επίπεδο, μοιάζουν με γρίφους. Αυτό όμως που τα κάνει ξεχωριστά είναι ότι δεν μένουν ποτέ σε αυτό το πρώτο επίπεδο. Η πραγματική “κόλλα”  που κρατάει τις ταινίες του σφιχτά δεν βρίσκεται σε ένα δαιμόνιο εγκεφαλικό επίπεδο αλλά στο συναισθηματικό. Ο Nolan έστηνε πάνω σε αυτά τα πρωτότυπα τεχνάσματα, ενδιαφέρουσες δραματικές δυναμικές σε ένα ανθρώπινο επίπεδο. Υπήρχε συναισθηματικό διακύβευμα και ήταν ξεκάθαρο.

Στο Tenet χάνει αυτές τις ισορροπίες. Φαίνεται τόσο ερωτευμένος με την ιδέα του αντεστραμμένου χρόνου που θεωρεί ότι θα είναι αρκετή από μόνη της. Και μέχρι ένα σημείο ίσως έχει δίκιο. Εξάλλου, είναι μια περιπέτεια με πρωταρχικό σκοπό να προσφέρει συγκινήσεις και θέαμα. Το αποτέλεσμα όμως δεν τον δικαιώνει κατά τη γνώμη μου. Διότι και πάλι φαίνεται τόσο αυτό-απορροφημένος μέσα στα δικά του εγκεφαλικά παιχνίδια που ξεχνάει να πάρει το κοινό μαζί του. Μια από τις σημαντικότερες αιτίες της δημοφιλίας των ταινιών του στο ευρύ κοινό, είναι ότι μας κάνει να νιώθουμε έξυπνοι, όπως κάθε καλοσχεδιασμένος γρίφος. Μας οδηγεί και εμείς ακολουθούμε το προικισμένο μυαλό του και ακόμα και αν δεν πιάνουμε κάθε λεπτομέρεια, το ότι κάνουμε αυτό το ταξίδι μαζί του, μας γεμίζει με ικανοποίηση.

Εδώ οι περισσότεροι θα νιώσουν το ανάποδο. Αντί για έξυπνοι θα νιώσουν ανεπαρκείς. Στην τελική μάχη, περισσότερο πάλευα να αντιληφθώ πώς λειτουργεί παρά ευχαριστιόμουν το θέαμα. Τεχνικά, δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις φυσικά. Είναι απορίας άξιο πώς κατάφερε να γυρίσει αλλά και να στήσει μια τέτοια ταινία. Το αποτέλεσμα όμως, πέρα από τον εντυπωσιασμό που προκαλεί ως εγχείρημα, μοιάζει κούφιο. Μας εκπλήσσει, αλλά, δεν μας μαγεύει.

Ωστόσο, αυτή η απώλεια ισορροπίας, αυτή η αυτό-απορρόφηση είναι που με πείθει ότι ο Nolan, είτε συγκινούμαστε με τις ευαισθησίες και την έκφρασή του, είτε όχι, είναι ένας γνήσιος σκηνοθέτης – καλλιτέχνης. Και όπως είναι φυσιολογικό με αυτούς τους δημιουργούς, υπάρχουν στιγμές που χάνουν το μέτρο και παρασύρονται βαθιά στον αλλόκοτο εμμονικό κόσμο τους. Και ακόμα και αν δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε, η αίσθηση που αποπνέουν παραμένει βαθιά ανθρώπινη.

Για έναν σκηνοθέτη που δεν φημίζεται για την συναισθηματική θέρμη των ταινιών του και έπειτα από την ίσως πιο “ψυχρή” και “κούφια” ταινία της καριέρας του, αυτή η δήλωση μοιάζει ίσως άστοχη. Ωστόσο, στο πλαίσιο όλη της πορείας του, το Tenet είναι για μένα, μια συναρπαστική, αποκαλυπτική αποτυχία που δεν μειώνει τον “μύθο” του, αλλά παραδόξως, τον μεγαλώνει.