Motherless Brooklyn Review - Ένα βραδυφλεγές noir φιλμ

Η τζαζ του δολοφόνου του Brooklyn ηχεί νωχελικά
23 Δεκεμβρίου 2019 14:14
Motherless Brooklyn Review - Ένα βραδυφλεγές noir φιλμ

Ο Edward Norton με το αστυνομικό θρίλερ-δράμα περιόδου Motherless Brooklyn κρατάει για ακόμη μία φορά την σκηνοθετική κλακέτα ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια, ενώ ο Bruce Willis και η Gugu Mbatha-Raw τον πλαισιώνουν υποκριτικά σε μία ιστορία μυστηρίου με την ατμόσφαιρα μίας άλλης εποχής.

Το εν λόγω noir φιλμ αποτελεί μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος (εκδ. 1999) του Jonathan Lethem στη μεγάλη οθόνη. Ο Norton ωστόσο, επέλεξε τα γεγονότα του project αντί να εκτυλίσσονται κατά την δεκαετία του ’90 να τοποθετούνται χρονικά γύρω στο ’50 στη Νέα Υόρκη.

Κεντρικό πρόσωπο συνιστά ο ιδιωτικός ντεντέκτιβ ‘Lionel Essrog’ (Norton) ο οποίος πασχίζει να διαχειριστεί τα φωνητικά και κινητικά τικ που εμφανίζει κάθε τόσο εξαιτίας του Συνδρόμου Tourette. Παράλληλα, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει μία υπόθεση-πρόκληση, την εν ψυχρώ εκτέλεση του μέντορά του, ‘Frank Minna’ (Willis) και να βρει πώς το τραγικό αυτό συμβάν συνδέεται με μία αινιγματική και γοητευτική γυναίκα, την ‘Laura Rose’(Mbatha-Raw). Μάλιστα, για αυτήν ο ‘Essrog’ από την αρχή υποψιάζεται ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην όλη εξέλιξη, και κάτι τέτοιο φαίνεται να τον ιντριγκάρει ακόμη πιο πολύ.

Παίζουν επίσης οι: Willem Dafoe, Alec Baldwin, Leslie Mann, Bobby Cannavale, Fisher Stevens, και η Cherry Jones.

Ο Norton συγκεκριμένα υποστηρίζει για τον ρόλο που υποδύεται εν προκειμένω: «Νομίζω ότι υπάρχουν ορισμένοι χαρακτήρες που ριζώνουν μέσα σου σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Έτσι και εδώ πρόκειται για έναν ήρωα που θα είναι μοναδικός. Κατά κάποιον τρόπο θα σας αιχμαλωτίσει και ύστερα θα σας μεταφέρει σε έναν κόσμο που διευρύνεται συνεχώς…».

Πράγματι, η συγκεκριμένη φυσιογνωμία που ερμηνεύει ο Norton είναι πολύ ιδιαίτερη. Έχει κάτι το απροσδιόριστα προσιτό που σε κάνει να τον συμπαθήσεις, και να συναισθανθείς τον καθημερινό αγώνα που δίνει προκειμένου να ελέγξει τον εαυτό του σε στιγμές που στρεσάρεται ή νιώθει συναισθηματικά φορτισμένος. Η εμβάθυνση στον χαρακτήρα του ‘Lionel’ και τα ερεθίσματα που προσφέρονται για την ψυχογράφησή του οπωσδήποτε λειτουργούν ενθαρρυντικά ως προς αυτό το κομμάτι. Το άτομο που μοιάζει να τον καταλαβαίνει καλύτερα απ’ όλους είναι ο ανώτερός του, και πρότυπό του, ο ‘Frank’, μετά το μοιραίο τέλος του οποίου ο βασικός δρώντας ψάχνει δίχως σταματημό να βρει τους αληθινούς δολοφόνους και να προστατέψει άλλους αθώους που κινδυνεύουν.

Ο Norton όντως καταφέρνει να δώσει στο έργο την υποβλητικότητα και τον αέρα που επικρατούσε στη Νέα Υόρκη το 1957 προχωρώντας ταυτόχρονα σε εύστοχο σχολιασμό πάνω στο κοινωνικοπολιτικό περικείμενο του τότε το οποίο παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες και με το σήμερα αναφορικά με τις σχέσεις εξουσίας, το παιχνίδι της διαπλοκής, το καθεστώς διαφθοράς όπου ένας μεγάλος επιχειρηματικός παράγοντας από θέση ισχύος κινεί τα νήματα και του πολιτικού γίγνεσθαι (έμμεσος παραλληλισμός με τον Donald Trump), τον ρατσισμό, την μάχη ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, την σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική και την εξαπάτηση, τον ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό.

Το ζήτημα εντούτοις, με το παρόν κινηματογραφικό εγχείρημα του Norton είναι ότι τα τεκταινόμενα που σημειώνονται ακολουθούν ένα σενάριο που σε ορισμένα σημεία ενδεχομένως να πλατειάζει αφού καταπιάνεται και με επεισόδια που δεν προάγουν απαραίτητα την εξέλιξη της πλοκής. Σε εκείνες τις φάσεις, λοιπόν, ίσως το ενδιαφέρον να ξεθυμαίνει και το σασπένς να μετριάζεται αισθητά.

Παρόλαυτα, η φωτογραφία του Dick Pope σε συνδυασμό με τις μελωδίες του Daniel Pemberton, του τραγουδιστή των Radiohead, Thom Yorke, και καλλιτεχνών όπως οι Wynton Marsalis, Isaiah J. Thompson, Russell Hall, Jerry Weldon, και Joe Farnsworth προσδίδουν μία άλλη, ρετρό αύρα που σε κάνουν εν μέρει να παραβλέπεις κάπως τις παραπάνω αστοχίες καθώς απολαμβάνεις τον υπνωτιστικό ρυθμό μελαγχολικών jazz ακουσμάτων, ενώ Οι Σκιές του Μπρούκλιν απλώνονται απειλητικά τριγύρω και ένας δολοφόνος καραδοκεί μέσα σ’ αυτές.

Βρείτε την ταινία στο IMDB