The Nun Movie Review

Μην βιαστείς να πιάσεις το λιβανιστήρι γιατί αυτή η "Καλόγρια" είναι αμαρτωλή!
08 Σεπτεμβρίου 2018 04:09
The Nun Movie Review

Πριν από πέντε χρόνια, με το πρώτο φιλμ του The Conjuring, ο James Wan εγκαινίασε το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν παραφυσικού τρόμου ανοίγοντας έτσι και άλλες πύλες της κόλασης στο σινεμά για την συνέχιση ενός άκρως εμπορικού franchise της Warner Bros. με μπόλικα ουρλιαχτά και σταυροκοπήματα. Ο κόσμος αυτός όπου είδαμε να στοιχειώνει με απόκοσμες οπτασίες και οράματα τους δαιμονολόγους Ed και Lorraine Warren (Patrick Wilson & Vera Farmiga) με την πάροδο του χρόνου εμπλουτίστηκε με πρόσθετα φιλόδοξα αδερφάκια-sequel, αλλά και παραπαίδια-spinoff του όπως είναι τα φιλμ με κυρίαρχη μορφή την “Annabelle” και το φετινό The Nun όπου πρωτοστατεί το μοχθηρό πνεύμα “Valak”.

Η τελευταία αποκρουστική φιγούρα έκανε την εμφάνισή της από το 2ο κεφάλαιο του Conjuring δημιουργώντας μεγάλες προσδοκίες να αποκτήσει μία δική της επιμέρους μυθοπλασία, όπου θα ξεκαθαριζόταν από πού προέρχεται η πηγή όλου του ‘κακού’, που είχε πλήξει κάποτε την μικρούλα ‘Janet Hodgson’ (Madison Wolfe) και την οικογένειά της.

Σε σκηνοθεσία του Corin Hardy (The Hallow) και σε παραγωγή του ίδιου του James Wan και του Peter Safran, το καινούργιο αυτό εγχείρημα αφορά έναν ιερέα ‘τον πατέρα Burke’ που φέρει βαρύ φορτίο στις πλάτες του από τα περασμένα, και την ‘αδελφή Irene’ μία δόκιμη μοναχή. Οι δυο τους στέλνονται ως πληρεξούσιοι από την Εκκλησία του Βατικανού στο μοναστήρι  Cârța, στη Ρουμανία για να διερευνήσουν τις συνθήκες που έσπρωξαν μία άλλη καλόγρια να προβεί στο απονενοημένο διάβημα. Μαζί θα ξεθάψουν το ανείπωτο μυστικό του τάγματος. Πρέπει ωστόσο να οπλιστούν με θάρρος και να διακινδυνεύουν τη ζωή ίσως και την ψυχή τους, παλεύοντας με ένα διαβολικό πλάσμα που προσλαμβάνει την όψη μοναχής και εξαπολύει την επίθεσή στην μονή, μετατρέποντάς την σε πεδίο μάχης μεταξύ των ζωντανών και των καταραμένων.

Το εν λόγω spinoff του Conjuring δείχνει να μην έχει μάθει από τα “ατοπήματα” άλλων αντίστοιχου τύπου θεαμάτων. Αν και η αφήγησή του ξεκινάει με ενδιαφέρον, εντούτοις, καθώς σημειώνονται τα γεγονότα, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που χωλαίνουν στην όλη υπόθεση. Το σενάριο που επεξεργάστηκε ο Gary Dauberman σε ορισμένα σημεία χάνει την συνοχή και τον ρυθμό του εξαιτίας των κενών και των ασαφειών που εντοπίζει νοηματικά κάποιος όπως για παράδειγμα το πώς εν τέλει αιτιολογείται η αυτοχειρία της καλόγριας.

Η δράση χρονικά εξελίσσεται εν έτει 1952 με τα επεισόδια του έργου να λαμβάνουν χώρα στα κοιμητήρια, σε κλειστοφοβικούς, πλινθόκτιστους  χώρους με μαρμάρινα χριστιανικά γλυπτά και στις κατακόμβες ενός παλιού, απόμερου γοτθικού αβαείου των μεσαιωνικών χρόνων. Το σκηνικό του μύθου επομένως είναι κάτι στο οποίο οπωσδήποτε θα περίμενε κανείς να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα και να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα προσδίδοντας στην υποβλητικότητα του. Εντούτοις, το συγκεκριμένο «χαρτί» φαίνεται ότι δεν αξιοποιήθηκε στο μέγιστο δυνατό.

Αντί λοιπόν, ο δημιουργός να επενδύσει στο μυστήριο, και να χτίσει έναν ψυχρό, “ανόσιο τρόμο” πάνω στην ατμοσφαιρικότητα του όλου concept, καταφεύγει σε μία πιο εύπεπτη και εύκολη συνταγή σαστίσματος του κοινού για πρόκληση στιγμιαίου φόβου. Δηλαδή, jump scares κι Άγιος ο Θεός! Άλλοτε πάλι κάποια τεκταινόμενα εκτυλίσσονται κάπως προβλέψιμα, ίσως όμως σε αυτό να συνηγορεί και το ότι τα trailer που κυκλοφόρησαν τελευταία, δυστυχώς είναι σαν να προδίδουν τις πιο hype στιγμές της ταινίας εφόσον καταλήγεις υποψιασμένος για το τι πρόκειται να συμβεί. Και τότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι οι πάσες που γίνονται δεν είναι τόσο ιντριγκαδόρικες, ώστε να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά στο κομμάτι της ανατροπής.

Σε μερικές σεκάνς η CGI επεξεργασία φαντάζει υπερβολική, ώστε να απομυθοποιείται αυτομάτως ο υποτιθέμενος φόβος και το σασπένς που είναι ζητούμενο να φουντώσουν εντός του θεατή. Επιπλέον, για έναν περίεργο λόγο συνειδητοποιείς πως παρά το ότι έχεις προετοιμάσει τον εαυτό σου να παρακολουθήσει κάτι που θα σου προκαλέσει ανησυχία και αγωνία, εκεί ακριβώς θα μεσολαβήσει ένα περιστατικό που έχει έντονο το στοιχείο του χιούμορ και άρα σε βγάζει αυτοστιγμεί έξω από το αρχικό mood. Αρκεί να υπογραμμιστεί ότι ακόμη και η έκβαση της τελικής μάχης με την καταχθόνια δύναμη αυθόρμητα περισσότερο θα σου φέρει γέλιο παρά ο,τιδήποτε άλλο.

Βέβαια, το ζήτημα αυτό αντισταθμίζει κάπως η επιμέλεια του soundtrack από τον μουσικοσυνθέτη Abel Korzeniowski (Nocturnal Animals) που με πένθιμους ήχους και μελωδίες σε επανατοποθετεί και πάλι γρήγορα στο κλίμα επειδή είναι φορές που προαναγγέλλει τον υποβόσκοντα κίνδυνο τον οποίο γεννά ο σκοτεινός εχθρός που καραδοκεί. Πάντως, οφείλει κανείς να παραδεχτεί ότι από άποψη cast οι δύο πρωταγωνιστές, ο Demian Bichir (A Better Life) και η Taissa Farmiga (American Horror Story), η μικρότερη αδερφή της Vera Farmiga η οποία όπως προαναφέρθηκε μας έχει συστηθεί ως η πνευματίστρια ‘Lorraine Warren’, κερδίζουν αμέσως την συμπάθειά σου ως κεντρικοί ήρωες.

Φυσικά, σαν ερμηνεία ξεχωρίζει αναμφίβολα αυτή της Bonnie Aarons (The Conjuring 2) που με την εξαιρετικά  χαρακτηριστική της φυσιογνωμία επιστρέφει για ακόμη μία φορά στα λημέρια του ‘Καλέσματος’. Υποδυόμενη ξανά με απίστευτη άνεση τον αποτρόπαιο δαίμονα “Valak”, ξεπροβάλει ως βέβηλη παρουσία μέσα από τις σκιές σκορπώντας τον πανικό και το χάος επιζητώντας να μιάνει και να καταπατήσει την ιερότητα εντός των τειχών της μονής και να απελευθερωθεί μια και καλή. Καθώς ενσαρκώνει την φρικαλέα αυτή οντότητα, παγώνεις ενώ ανιχνεύεις την αδιόρατη κακία στην χροιά της φωνής της, μόλις αντικρίζεις το ανατριχιαστικά διαπεραστικό της βλέμμα, και το σατανικό, σαρδόνιο χαμόγελο που σχηματίζεται ενίοτε στις άκρες των χειλιών της.

Το επιτελείο των ηθοποιών συμπληρώνουν επίσης ικανοποιητικά οι: Jonas Bloquet (Elle), Charlotte Hope (Game of Thrones), και η Ingrid Bisu (Toni Erdmann). Ο επίλογος της ιστορίας κλείνει με ένα αξιόμαχο φινάλε που συνιστά τον συνδετικό κρίκο, ο οποίος ενώνει τo project με το υπόλοιπο horror οικοδόμημα του The Conjuring, διευκολύνοντας την ομαλή ένταξή του στο σύνολο της διάσημης αυτής ανθολογίας.

Με σήμα κατατεθέν του την αέναη σύγκρουση ανάμεσα στο ‘καλό’ και στο ‘κακό’, η πρόσφατη αυτή σκηνοθετική δουλειά του Corin Hardy δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα δοκιμασμένα κλισέ του είδους δίνοντας την εντύπωση μίας χαμένης ευκαιρίας. Η Καλόγρια μπαίνει στο εξομολογητήριο της 7ης Τέχνης ελπίζοντας καλή τη πίστει από τη μία σε άφεση αμαρτιών για τις αστοχίες και τα ολισθήματά της και από την άλλη ρίχνοντας κρυφά πίσω από την κουρτίνα ένα αφοπλιστικά απειλητικό βλέμμα στον θεατή.

Βρείτε την ταινία στο IMDB