David Lynch: Ο δήμιος του αμερικανικού ονείρου

Ένα αλλόκοτο όνειρο σε έναν θλιμμένο αλλά όμορφο κόσμο
25 Ιανουαρίου 2018 10:00
David Lynch: Ο δήμιος του αμερικανικού ονείρου

Τον David Lynch τον γνώρισα, σε βαθύτερο επίπεδο, την εποχή που θρηνούσα για το χαμό ενός συγγενικού μου προσώπου. Ένας μύστης της δουλειάς του θα μπορούσε να πει πως η ψυχική και πνευματική μου κατάσταση ήταν η κατάλληλη για να ανακαλύψω το έργο του. Κάθε σκηνοθετική λήψη και διάλογος γραπώνεται γερά από τη ψυχή σου δημιουργώντας έτσι απορίες και ενδοιασμούς, όχι μόνο για το φανταστικό κόσμο του Lynch αλλά και για το νευρωτικό και παραπλανητικό κόσμο που ζεις εσύ ο ίδιος. Έτσι, λοιπόν, το σκοτάδι μέσα μου που πάσχιζε να βρει μία διέξοδο, κατάφερε τελικά να εκφραστεί μέσω των εθιστικών εικόνων του παράξενου δημιουργού αλλά και των αινιγματικών του χαρακτήρων.

Γεννημένος το μακρινό 1946 στην επαρχιακή πόλη Missoula στην πολιτεία της Montana όπου και πέρασε μεγάλο μέρος από τα παιδικά του χρόνια εκεί, διηγείται ιστορίες που όπως ομολογεί και ο ίδιος τον διαμόρφωσαν ως καλλιτέχνη. Σε αρκετά νεαρή ηλικία, η μητέρα του για κάποιο λόγο σκέφτηκε κάτι καταπληκτικό. Απαγόρευσε στον Lynch να χρωματίζει σε βιβλία ζωγραφικής επειδή θεώρησε πως τα βιβλία αυτά θα σκότωναν και θα περιόριζαν την όποια δημιουργικότητα βρισκόταν μέσα του. Αυτό που προκαλεί αίσθηση βέβαια, είναι η στιγμή που έπαιζε στο δρόμο κάποιο απόγευμα όταν ήταν μικρός και πέρασε από μπροστά του μία πανέμορφη γυμνή γυναίκα η οποία βρισκόταν σε κατάσταση σοκ.

Ο πατέρας του ήταν ακόμη ένας άνθρωπος που τον επηρέασε και ήταν μάλιστα από αυτούς που δεν συμφωνούσαν καθόλου με το όραμα του γιού του. Η στιγμή που ο Lynch τον οδηγεί στο υπόγειο για να του δείξει όλα αυτά τα περίεργα πειράματα που έκανε, όπως να αφήνει φρούτα να σαπίσουν καθώς και πτώματα ζώων, για να δει πώς αλλάζουν με τον καιρό, με γυρνάει αρκετά χρόνια πίσω και μου θυμίζει την στιγμή που ο πατέρας του οδηγεί τον μικρό Lynch και του ζητάει να κοιτάξει πιο προσεκτικά το βρώμικο και ανατριχιαστικό κόσμο των εντόμων κάτω από τον κορμό της όμορφης κερασιάς στην αυλή του σπιτιού του.

Αυτό έκανε και ο David Lynch. Κοίταξε πιο καθαρά και προσεκτικά την κερασιά και παρατήρησε πως αυτό το καταπράσινο και όμορφο φυλλοβόλο δέντρο εκκρίνει ένα πηχτό υγρό και προσελκύει γύρω του μαύρα και κόκκινα μυρμήγκια. Ίσως, εμπειρίες σαν και αυτές να τον καθόρισαν σαν καλλιτέχνη. Μέσα από τις ταινίες του μας δείχνει πως κινείται σε μια πραγματικότητα, ασφυκτικά κοντά στη δική μας έχοντας μία διάθεση όμως να τονίζει τα ένοχα και βρώμικα μυστικά των ηρώων του. Εξελίχθηκε σε έναν εξαιρετικά σκοτεινό δημιουργό του οποίου το έργο παράγει μια λογική ονείρου και ακροβατεί ανάμεσα στο συνειδητό και ασυνείδητο, στο υπαρκτό και στο ανύπαρκτο.

Με μία πιο προσεκτική ματιά μπορούμε να πούμε πως οι ταινίες του Lynch διακρίνονται για το ατμοσφαιρικό του κλίμα με αναφορές στο φιλμ νουάρ (βλέπε Lost Highway) και για την σουρεαλιστική τους δομή, μέσω των οποίων δημιουργείται μια αίσθηση ενός αφάνταστου ρεαλισμού. Έχει κινηθεί σε διαφορετικές θεματικές και κατηγορίες ανά τα χρόνια, αυτό όμως που διατηρεί σε όλες του τις δημιουργίες είναι ένας σουρεαλιστικός χαρακτήρας που τον κάνει να ξεχωρίζει. Η βία, το σεξ, καθώς και η ενδοσκόπηση στις κρυφές επιθυμίες των ηρώων του συνυπάρχουν αρκετά συχνά στις ταινίες του. Μερικοί από τους σκηνοθέτες που τον ενέπνευσαν είναι ο Stanley Kubrick, Alfred Hitchcock, Francis Ford Coppola, Federico Fellini, Luis Bunuel, Ingmar Bergman και Orson Welles.

Ο κινηματογράφος όμως δεν στάθηκε ικανός να τιθασεύσει το ανήσυχο πνεύμα του. «Αυτήν τη στιγμή ο Lynch περνάει την ώρα του πίνοντας καφέ καπνίζοντας τσιγάρα και ζωγραφίζοντας» μας λέει ο Jon Nguyen, ο δημιουργός των ντοκιμαντέρ The Art Life αλλά και Lynch, που περνούσε, για τρία συνεχόμενα χρόνια, τα σαββατοκύριακά του ακολουθώντας την καθημερινότητα του εκκεντρικού καλλιτέχνη έτσι ώστε να μπορέσει να τον αποκρυπτογραφήσει. Τα βιογραφικά αυτά ντοκιμαντέρ είναι μια άριστη ευκαιρία για τους σκληροπυρηνικούς φίλους του Lynch να τον γνωρίσουν καλύτερα και να περάσουν κάποια αρκετά λεπτά πλάι σε έναν ορκισμένο καλλιτέχνη. Η ζωγραφική λοιπόν είναι μια άλλη μεγάλη του αγάπη.

Στη ζωγραφική βρίσκεται και η πηγή δημιουργίας του. Πιστεύω πως αντλεί έμπνευση, για τις ταινίες του, από τις πινελιές πάνω σε λευκούς καμβάδες και εκεί είναι που τις “βλέπει” να ζωντανεύουν για πρώτη φορά πριν γράψει το οποιοδήποτε σενάριο. Ο ίδιος έχει αναφέρει άλλωστε πως η προσέγγιση του στη φιλμογραφία προέρχεται από τη σχέση που είχε αναπτύξει με τη ζωγραφική και αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να μας δείξει τα γεγονότα πίσω από την ιστορία με μια υποσυνείδητη διάθεση που δημιουργείται από εικόνες και ήχους. Μας δείχνει πως επηρεάζεται και δημιουργεί μέσα από τις φοβίες, τα όνειρα του ακόμα και από αντικείμενα που ο κοινός άνθρωπος θα περάσει από δίπλα τους χωρίς να τα προσέξει.

Όλα αυτά υπάρχουν στις ταινίες του αρκεί και εμείς από την μεριά μας να παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά την σημειολογία του, η οποία υπάρχει παντού και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια μας την ύπαρξη. Στο Mulholland Drive (2001) για παράδειγμα, μας δείχνει το δοξασμένο Hollywood με τους πάμφωτους δρόμους, γεμάτο λάμψη και ηθοποιούς με όνειρα και στόχους αλλά στην πραγματικότητα αυτό που υπάρχει είναι οι δύστροποι παραγωγοί που προωθούν τις ερωμένες τους (πολύ επίκαιρο), μάνατζερ υποχείρια, σκηνοθέτες ανδρείκελα ανίκανοι να αντισταθούν στις διάφορες πιέσεις, αδύναμοι να ακολουθήσουν το δικό τους όραμα και η τυφλή δίψα τους για μία μεγάλη και πολυτελή ζωή τελικά να τους μετατρέπει σε άβουλα όντα.

Παρ' όλα αυτά, το 1977 ο Αμερικανός σκηνοθέτης δίνει πνοή σε ένα πολύ προσωπικό του δημιούργημα και μας παρουσιάζει τον Eraserhead. Εδώ ο Lynch φανερά επηρεασμένος από τις δουλειές των Fellini και Bunuel, κατασκευάζει την πρώτη του μεγάλη ταινία μήκους η οποία λατρεύτηκε από ένα πιο περιθωριακό και ανήσυχο κοινό. Αρκετά προσωπικός κινηματογράφος για τον ίδιο, μας μιλάει με τη δικιά του γλώσσα με μοναδικό μέσο επικοινωνίας την κάμερα η οποία διεισδύει αρκετά βαθιά στο ταραγμένο μυαλό του πρωταγωνιστή. Ο χώρος και ο χρόνος είναι έννοιες ανύπαρκτες και ειλικρινά νομίζεις πως είσαι θεατής ενός εφιάλτη αποτυπωμένο σε φιλμ. Είναι μία ταινία με αρκετές αναγνώσεις και νομίζω πως θα την αδικήσω μιλώντας γι’ αυτήν σε μία μόνο παράγραφο οπότε και θα σταματήσω εδώ.

Τυπικά όμως η πρώτη ταινία που καθιέρωσε τον David Lynch στο ευρύτερο κοινό του Hollywood είναι το The Elephant Man (1980). Ίσως το πιο κανονικό φιλμ του σκηνοθέτη, το οποίο προτάθηκε για 8 Όσκαρ αν και δεν κέρδισε κανένα τελικά. Μία ταινία που ασχολείται με τη διαφορετικότητα, την απληστία και μας δείχνει έναν τερατόμορφο άνθρωπο με μεγάλη καρδιά σε ένα σενάριο και σκηνοθεσία με αρκετούς συμβολισμούς.

Το Blue Velvet (1986) είναι η πρώτη από τις ταινίες του που μας εισάγει στην σκοτεινή πλευρά και παράνοια της αμερικανικής επαρχίας, ένα αρκετά γνώριμο και αγαπημένο περιβάλλον του καλλιτέχνη. Κύριος στόχος του στο έργο αυτό είναι για ακόμη μία φορά να παίξει με τις αντιθέσεις ανάμεσα στο γαλήνιο και φρικιαστικό, στο καθημερινό και ασυνήθιστο, στο λογικό και παράλογο, μέσα από αυτή την αφηγηματική φόρμα καταφέρνει να μας δείξει πόσο ασαφή είναι τα όρια μεταξύ τους και δημιουργεί ένα εφιαλτικό και νοσηρό αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου.

Το 1990 έλαβε τον χρυσό φοίνικα για ένα ακόμη σουρεαλιστικό παραμύθι όπου η δύναμη της αγάπης θριαμβεύει μέσα στον άγριο και σκληρό κόσμο του Wild Heart. Η δημιουργία όμως που έβαλε τον Lynch σε ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, είναι αναμφισβήτητα η εμβληματική σειρά του Twin Peaks. Η στιγμή που ο Pete Martell ανακαλύπτει μέσα σε πλαστική σακούλα το άψυχο κορμί της γλυκύτατης Laura Palmer ξεβρασμένο στις πετρώδεις ακτές της κωμόπολης του Twin Peaks, δεν άλλαξε μόνο την τηλεόραση αλλά και την συνείδηση όλων όσων παρακολουθούσαν την πλοκή να ξεδιπλώνεται. Προσωπικά είχα πάντα αυτή την άβολη αίσθηση πως είμαι μάρτυρας ενός παράξενου ονείρου που άγγιζε τα όρια του εφιάλτη με επαναλαμβανόμενα μυστήρια μοτίβα ντυμένα με την ανατριχιαστική μουσική του Angelo Badalamenti.

Ο David Lynch συγκαταλέγεται στους πιο αξιόλογους καλλιτέχνες και αναμφίβολα πρόκειται για ένα τεράστιο μυαλό. Στεναχωρήθηκα αρκετά όταν τον άκουσα σε συνέντευξη του πως θα σταματήσει να κάνει κινηματογράφο και αν έπρεπε να κρατήσω κάτι από την καριέρα του, είναι πως ποτέ δεν περιόρισε την φαντασία του και ακολούθησε το δικό του δρόμο.