Οι εγκληματικές προσωπικότητες της μεγάλης οθόνης

Φυσιογνωμίες που έβαψαν με αίμα το σινεμά
04 Ιουλίου 2017 10:03
Οι εγκληματικές προσωπικότητες της μεγάλης οθόνης

Νύχτωσε πια. Σβήνεις τα φώτα στο σπίτι, διπλοκλειδώνεις την πόρτα και ρίχνεις μια φευγαλέα ματιά έξω από το παράθυρο. Επικρατεί απόλυτη ησυχία. Είσαι έτοιμος πλέον να βυθιστείς στην εθιστική έλξη του απόκοσμου και να αισθανθείς τον φόβο και την αγωνία να αναβλύζουν από κάθε πόρο της ψυχής σου. Αν εξακολουθείς να θυμάσαι κάθε βράδυ που είδες να ξετυλίγονται  στο πανί της Μεγάλης Οθόνης οι πιο τρομακτικές αφηγήσεις. Αν δεν μπορείς ακόμη να ξεχάσεις όλες εκείνες τις φορές  που ένιωσες τα μηνίγγια σου να σφυροκοπούν από τον τρόμο ενώ αντίκριζες τις καθηλωτικές σκηνές από τις πιο φρικαλέες κινηματογραφικές ιστορίες εγκλημάτων. Ε, τότε οφείλεις να παραδεχτείς ότι μάλλον κάποιοι έπαιξαν πολύ καλά τον ρόλο τους!

Hannibal Lecter: “Η Σιωπή των Αμνών” (Silence of the Lamps, 1991)

Δεν είναι δυνατόν στο άκουσμα του ονόματος αυτού του Οσκαρικού θρίλερ τρόμου, να μην αντηχεί στο μυαλό σου η φράση «Good evening, Clarice» με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του Hannibal Lecter να σε στοιχειώνει ακόμη. Το απόλυτα διεισδυτικό και αφοπλιστικό βλέμμα του ψυχιάτρου μαζί με το σαρδόνιο χαμόγελό του αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην μνήμη, συνθέτοντας μία από τις πιο μοχθηρές και τρομακτικές εγκληματικές φυσιογνωμίες του αμερικάνικου σινεμά. Ο Antony Hopkins υποδύθηκε, με απαράμιλλη επιτυχία  έναν ρόλο μοναδικό που το εκτόπισμά του δικαίως σε κάνει να ανατριχιάζεις μέχρι και σήμερα. Βεβαίως, ένας τέτοιων κυβικών ηθοποιός δεν θα μπορούσε παρά να ενσταλάξει μέσα σου τον φόβο από το πρώτο κιόλας λεπτό της εμφάνισής του μέχρι το κλείσιμο της ταινίας.

Έδωσε σάρκα και οστά σε έναν σατανικά έξυπνο δολοφόνο που σου προξενεί  δέος με την πανουργία του, την επιστημονική του ιδιότητα και την ιδιότυπη γοητεία του με τα οποία μπόρεσε να σαγηνεύσει και την νεοσύλλεκτη πράκτορα του FBI Clarice (Jodie Foster). Η άκρως διαταραγμένη προσωπικότητα που σκιαγραφείται κατάφερε σχεδόν με “χειρουργική” ακρίβεια να  τραβήξει τις ευαίσθητες χορδές του ψυχισμού τόσο των κριτικών όσο και του κοινού, ώστε να μείνει ως θρύλος στην φαντασία του θεατή. Το ταμπού θέμα του κανιβαλισμού, η μυστηριώδης αύρα, η ιδιαίτερα στυγερή και μακάβρια χροιά με την οποία ενδύεται η πράξη του εγκλήματος, ο αδιόρατος κίνδυνος, η εμβάθυνση των χαρακτήρων, το ανεξήγητο πλατωνικό ειδύλλιο που υποβόσκει ανάμεσα σε έναν hardcore δολοφόνο και μία ταλαντευόμενη εκπρόσωπο του Νόμου, διαμορφώνουν μία υποβλητική και ασθμαίνουσα ατμόσφαιρα όπου οι ανατροπές και το σασπένς εναλλάσσονται. Η κυριαρχική στάση του σώματος του Hannibal,η εκφραστικότητα και  η επιβλητική του παρουσία προκαλούν ένα δυνατό λάκτισμα σε συνειδητό και υποσυνείδητο, κρατώντας σε γαντζωμένο από την άκρη του καθίσματος σου.

Jack Torrance: “Η Λάμψη” (The Shining, 1980)

Ποιος είδε τον Jack Torrance και δεν τον φοβήθηκε! Σοκαρισμένος παρακολουθείς τον πρωταγωνιστή του κλειστοφοβικού και κλασικού αυτού θρίλερ, να βρίσκεται σε μανιακό επεισόδιο ενώ με την κοφτερή άκρη του τσεκουριού του σπάει με απίστευτη ορμή και μένος την ξύλινη πόρτα του μπάνιου, το μόνο φυσικό εμπόδιο που χωρίζει την σύντροφό του από τον θάνατο. Σου έρχεται η ενστικτώδης παρόρμηση να αναφωνήσεις από την ένταση, με την ανησυχία σου να κορυφώνεται διαρκώς! Σε κυριεύει ο τρόμος στην πιο καθαρή του μορφή καθώς ανεβαίνει σαν μία κραυγή απελπισίας ή ένα λαχάνιασμα από τον λαιμό σου! Την περίφημη ατάκα “Here’ s Johnny!” που αρθρώνεται δια στόματος του ασυναγώνιστου σε ερμηνεία Jack Nicolson, χαρακτηρίζει η παραφροσύνη και η παρανοϊκή λάμψη που καθρεφτίζεται στα μάτια του συγγραφέα Torrance.

Αισθάνεσαι να σε διαπερνάει σύγκορμο ένα κύμα πανικού , ενώ ρίγη διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά σου. Οι εύθραυστες ψυχολογικές ισορροπίες  και η συναισθηματική κλιμάκωση αποδίδουν πληρέστερα το πορτρέτο του εξαγριωμένου άνδρα που μέσα στο παραλήρημά του καγχάζει χαιρέκακα  και μοιάζει σαν να κυνηγάει και εσένα μαζί με την οικογένειά του! Ο βίαιος παραλογισμός μεταστοιχειώνεται στην πιο φρενήρη του εκδοχή και η τραγική φιγούρα του ήρωα ολισθαίνει σε μία νοσηρή έως και ψυχωτική κατάσταση, εγκλωβισμένος σε έναν μοναχικό και ζοφερό κόσμο. Παρασύρεται από τους δικούς του “δαίμονες”  που τον ωθούν σε ένα αδιέξοδο όπου η πραγματικότητα και η λογική ταλαντεύονται επικίνδυνα και από την ιδέα του υπερβατικού στοιχείου, ενώ το έγκλημα μοιάζει να ζυγώνει απειλητικά.

Travis Bickle: O Ταξιτζής (Taxi Driver, 1976)

Αυτό το αριστουργηματικό σύγχρονο νουάρ θρίλερ, υποψήφιο για 4 Όσκαρ, έμελλε να αναδειχθεί σε ορόσημο της pop κουλτούρας, απεικονίζοντας μία ιδιάζουσα περίπτωση αυτόκλητου φονικού εκδικητή.  Η γεμάτη μαγκιά ερώτησή του “You talkin' to me”? σε κάνει να στριφογυρίσεις από αμηχανία στη θέση σου και το απείρως πιο προκλητικό και αλλόφρον ύφος του σου κρούει τα καμπανάκια να μην βγάλεις άχνα. Μέσα από την οξυδερκή σκηνοθετική άποψη του καταξιωμένου δημιουργού Martin Scorsese, διατυπώνεται ένα πολύ εύστοχο κοινωνικό σχόλιο γύρω από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Αμερικής της δεκαετίας του ’70, για την απατηλότητα του αμερικανικού ονείρου που απομυθοποιείται, την απομόνωση και την αβέβαιη μοίρα πολλών βετεράνων του πολέμου οι οποίοι κλήθηκαν να διαχειριστούν τον ψυχοφθόρο αντίκτυπο του μετατραυματικού στρες που τους άφησε σαν οδυνηρό ενθύμιο η θητεία τους στο Βιετνάμ. Το κινηματογραφικό αποτύπωμα του Travis Bickle (Robet De Niro) εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο στον χώρο της 7ης Τέχνης.

Ο βαθιά επηρεασμένος και διαταραγμένος ψυχισμός του από τα βιώματα που τον κατατρύχουν από το πεδίο της μάχης, τον οδηγούν σε πλήρη σύγχυση ώστε ο αυτοέλεγχος του να εξανεμίζεται . Η επιστροφή του στην κανονικότητα αποβαίνει σε άθλο, φέρνοντάς τον σε μία εσωτερική άρνηση και σε μία έλλειψη ευελιξίας να προσαρμοστεί  και να ανταποκριθεί  λειτουργικά στη ρουτίνα του ως οδηγός ταξί πια. Η αηδία του για την κοινωνική υποκρισία των παραδοσιακών νορμών, για την ηθική σήψη και παρακμή που επικρατεί στους κακόφημους δρόμους που διασχίζει στη Νέα Υόρκη, τον οδηγεί βαθμιαία στον ενδόμυχο εγκλεισμό του. Κατά τις νυχτερινές του βάρδιες, παίρνει κούρσες με επιβάτες  «από κάθε καρυδιάς καρύδι» και δεν αργεί το ερέθισμα που θα πυροδοτήσει την ψυχολογική του έκρηξη. Η  αποδιοργανωμένη σκέψη του και η αποσταθεροποίησή του τον μετατρέπουν σε μία δολοφονική μηχανή που εξαπολύεται καταλήγοντας αναπόφευκτα σε ένα αποτρόπαιο αιματοκύλισμα. Προετοιμάζει σχολαστικά, σχεδόν ευλαβικά το πλάνο της δράσης του, προβάροντας προσεκτικά την ιεροτελεστία του εγκλήματος. Με εμμονική προσκόλληση στους  δικούς του ηθοπλαστικούς κανόνες, οπλίζει και εκτελεί εξ’ επαφής τους στόχους που αντιβαίνουν στην δική του δικαιοσύνη, όμως από ένα ανέλπιστο καπρίτσιο της τύχης τη γλιτώνει τελικά και ως ήρωας από πάνω! Ο προβληματισμός που απορρέει από αυτή την φιγούρα  προσλαμβάνει μία διαχρονικότητα,  καυτηριάζοντας την αποξένωση των μοντέρνων αλλά απρόσωπων μητροπόλεων της Δύσης.

Ο Anton Chigurh: “Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους” (No Country for Old Men, 2007)

Τη βραβευμένη τετράκις με το Χρυσό Αγαλματίδιο, δεξιοτεχνική διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Cormac McCarthy από ένα σπουδαίο δίδυμο κινηματογραφιστών, τους  αδερφούς Coen, σε ένα σοφιστικέ αστυνομικό θρίλερ- ορχηστρικό δράμα , κορυφαίο στο είδος του, έρχεται να επισφραγίσει ο φαινομενικά φλεγματικός  Anton Chigurh. Ο Javier Bardem υποδύεται με αξιοζήλευτη μαεστρία έναν επαγγελματία δολοφόνο που επιδίδεται σε μία αμείλικτη καταδίωξη, τα χνάρια της οποίας συνθέτουν ένα πρωτοφανές killing spree στην αχανή και αφιλόξενη έρημο του δυτικού Τέξας. Τον έχουν επιστρατεύσει επικεφαλείς των καρτέλ ναρκωτικών που  έχασαν 2.3 εκατ. $, έπειτα από την αιματηρή τροπή που πήρε μία μεταξύ τους συναλλαγή. Ο Anton μοιάζει να έχει πάρει πολύ στα σοβαρά το συμβόλαιο θανάτου που έχει αναλάβει εξ’ ονόματος του μεξικανικού υποκόσμου και πρέπει πάση θυσία να το φέρει εις πέρας. Στην προσπάθειά του να εντοπίσει  τα ίχνη του καιροσκόπου στην κατοχή του οποίου περιήλθε το παχυλό αυτό ποσό, ο ψυχρός εκτελεστής κινεί γη και ουρανό για να βρει τον στόχο του. 

Στο ολέθριο πέρασμά του αφήνει ένα λουτρό αίματος να τον ακολουθεί. Στο πρόσωπό του συνοψίζεται ξεκάθαρα η λαϊκή αμερικανική ρήση «Shoot first, ask questions later». Κοινώς, σπέρνει σχεδόν σαδιστικά τον τρόμο και τον θάνατο, απολαμβάνοντας τα αποκαΐδια που αφήνει στο διάβα του με μία απίστευτη διάθεση για ωμή βία. Με την ψυχραιμία που διατηρεί στο ακέραιο, με την ακόμη πιο εξωφρενική του σιγουριά και μεθοδικότητα, γίνεται ο αρχιτέκτονας ενός χαοτικού σκηνικού χωρίς καν να «σπάσει» μπροστά στη θέα της κτηνωδίας που επιφέρει. Μέσα στο δραματουργικό πανδαιμόνιο της καταιγιστικής περιπέτειας που αναπτύσσεται, όπου το άρωμα του αίματος είναι διάχυτο στον αέρα, τον βλέπει κανείς να ανοίγει πυρ κατά ριπάς σε όσους θεωρεί ως εχθρούς του πριν καν προλάβουν να αρθρώσουν την παραμικρή κουβέντα.  Οι απανωτοί πυροβολισμοί και οι μαζικές ανθρωποκτονίες αποδίδουν την αναλγησία και την σφοδρότητα που εξωτερικεύει ο Anton Chigurh, παραπέμποντας στην εικόνα ενός μακελλάρη που ανεβάζει τους σφυγμούς, με την αδρεναλίνη και το σασπένς να σκαρφαλώνουν στα ύψη. Κάτω από το αινιγματικό και αυστηρό παρουσιαστικό του, την βραχνάδα του  και το κάπως εκκεντρικό και ιδιόρρυθμο χτένισμά του, υπολανθάνει  ένα παρανοϊκό μυαλό, που θα έλεγες ότι προσιδιάζει σε έναν σύγχρονο πληρεξούσιο ή Θεριστή του Θανάτου.

John Doe:  “Se7en”  (1995)

Και από εκεί που τώρα τελευταία είχαμε συνηθίσει τον Kevin Spacey να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας ως εξουσιομανής πλανητάρχης των Η.Π.Α., για σκέψου λιγάκι τότε που προσιδίαζε περισσότερο σε έναν ψυχοπαθή εγκληματία μέσα από το εμβληματικό νουάρ αστυνομικό θρίλερ “Se7en” του David Fincher. Καλά είναι γνωστό πως αυτό το ιερό τέρας της υποκριτικής μπορεί σαν χαμαιλέοντας να προσαρμόσει πάνω του πολλούς ρόλους, με κάποιους όμως από αυτούς να ξεχωρίζουν ευθύς εξ’ αρχής. Για να σου φρεσκάρω  λοιπόν, λίγο στη θύμησή σου το προφίλ του John Doe, του αδίστακτου κατά συρροήν δολοφόνου που αποδείχτηκε η προσωπική Νέμεσις του υπαστυνόμου David Mills (Brad Pitt) και η πιο συνταρακτική εμπειρία στη δύση της καριέρας του γηραιότερου και πιο μεστωμένου ντετέκτιβ William Somerset (Morgan Freeman).

Τον αυτάρεσκο John Doe χαρακτηρίζει στο έπακρο η απανθρωπιά, η βαναυσότητα και ο σαδισμός του,  γεγονός που υποδηλώνει και η ανόσια θρησκευτική χροιά του μοτίβου που χρησιμοποιεί για να αφανίσει. Ο κυνισμός και η πρόθεσή του μάλιστα να βεβηλώσει με ατιμωτικό τρόπο τις σωρούς των θυμάτων που διαλέγει στήνοντάς τες στο χώρο επιβεβαιώνει πανηγυρικά τα ανωτέρω. Υπηρετεί την πεμπτουσία του βίαιου μηδενισμού  της ζωής με κριτήριο τα λεγόμενα «7 θανάσιμα αμαρτήματα» ώστε η αιμοδιψής και ραδιούργα του διάθεση να συνθέτει την εωσφορική version του Αγγέλου-Τιμωρού.  Αρχικά, βγάζει την ετυμηγορία του σαν άτεγκτος κριτής για τα ανομήματα κυρίως  διάφορων κοινωνικών απόκληρων ή και πλούσιων, διεφθαρμένων εκπροσώπων του συστήματος (π.χ. ο δικηγόρος).

Έπειτα, προχωρά στην εφαρμογή της, δολοφονώντας τους σαν ένας ανηλεής δήμιος μέσα σε ανήλιαγα, αποπνικτικά κολαστήρια και σαθρά περιβάλλοντα αποσύνθεσης, όπως  μουντά, παρατημένα διαμερίσματα και υπόγεια, ώστε να καθιστά την αίσθηση της ματαιότητας του αναπόφευκτου ακόμη πιο έντονη. Την αντικοινωνική του προσωπικότητα έρχονται να συμπληρώσουν η διαστροφική του φαντασία (όπως  έγινε π.χ με την ιερόδουλη), οι πρωτόγονες τάσεις του, η ακόρεστη επιθυμία του για αιματοχυσία και τα ναρκισσιστικά του στοιχειά καθώς ευελπιστεί οι μιαρές πράξεις του να έρθουν στο προσκήνιο.

Επιδιώκει να βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής αφενός των αρχών και αφετέρου του κοινωνικού συνόλου ως ένδειξη αναγνώρισης του δαιμονικά πλασμένου σχεδίου που απεργάστηκε και με το οποίο υπηρετεί μία φονική αποστολή. Γι’ αυτό άλλωστε εξαιτίας της έπαρσης της μεγαλομανίας του προσέρχεται οικειοθελώς στο αστυνομικό τμήμα όπου ερευνούν την υπόθεσή του οι δύο ντετέκτιβ του Σώματος Ανθρωποκτονιών. Η προθυμία του να παραδοθεί  και η ύποπτη ευκολία της εκούσιας σύλληψής του σηματοδοτούν την νηνεμία πριν την καταιγίδα, συνιστώντας έναν ευκρινή υπαινιγμό για τον θεατή ώστε να διαβλέψει το ανείπωτο κακό που καιροφυλακτεί στη γωνία. Στήνει μία ύπουλη και επιμελώς προμελετημένη πλεκτάνη που στοχοποιεί ειδικά τον έναν εκ των δύο εκπροσώπων του Νόμου, για να τον αποκαθηλώσει από τη θέση του ήρωα. Καθώς πλησιάζει η τελική έκβαση, ο Mills απομένει σοκαρισμένος να ρωτάει εναγωνίως  “What’ s in the box?”. Στερώντας του την αγαπημένη του, o John τον χτυπάει σε νευραλγικό σημείο για να τον κάνει να κηλιδώσει την φήμη του, να τον συμπεριλάβει στο όραμα-τερατούργημα που επινόησε. Παρασύρει  και τον ίδιο στο αμάρτημα του Θυμού, στην παγίδα του εγκλήματος και στο συνακόλουθο βασανιστήριο της ενοχής, ενορχηστρώνοντας  το δραματικό και ανατρεπτικό κρεσέντο του φινάλε.

Μέσα από την έκθεση της δράσης και των αιχμηρών διαλόγων που στοιχειοθετούν την ιστορία των εγκληματικών αυτών φυσιογνωμιών, νομίζω πως ο καθένας μας μπορεί να προβεί σε μία δεύτερη ανάγνωση και να αφομοιώσει τα μηνύματα που απηχεί το κάθε έργο. Δεν σου μιλάω για happy ends και τέτοια, που μονοπωλούν συνήθως το κλείσιμο της κινηματογραφικής αφήγησης, αλλά για την κάθαρση που νιώθεις όταν σιγά σιγά τα κομμάτια του πάζλ μπαίνουν στην θέση τους. Αφού  αποσκιρτήσεις από τον αρχικό φόβο που σου προκαλούν οι ενέργειές των "εγκληματικών αυτών μορφών" και δεις πέρα από τα παραπετάσματα του θεάματος, νομίζω θα το εμπεδώσεις καλύτερα αυτό. Δεν ξέρω βέβαια, αν ταρακούνησε και εσένα για τα καλά η αναπαράσταση των κινηματογραφικών αυτών “κακούργων”, πάντως απομένουν πέντε ακόμη εγκληματικές φυσιογνωμίες της Μεγάλης Οθόνης που θα αναλυθούν όμως στο 2ο μέρος του αφιερώματος. Μέχρι τότε καλά "horror nights" και πολλά ουρλιαχτά σου εύχομαι!