Wonder Woman Movie Review
Επειδή το πρώτο μου review σε αυτόν τον ιστότοπο αφορά ταινία της DC Comics θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω κάτι προκαταβολικά προς αποφυγή παρεξηγήσεων και λάθος εντυπώσεων. Ανακάλυψα από μικρή ηλικία τις δημιουργίες των εταιριών Marvel και DC μην έχοντας ιδέα ποιός ήρωας είναι της Marvel και ποιός της DC. Εννοώ πως όταν χάζευα μουδιασμένος απο τον ενθουσιασμό σε εκείνη την ηλικία το εξώφυλλο κάποιου κόμικ ενός σούπερ-ήρωα, το τελευταίο που θα παρατηρούσα θα ήταν το λογότυπο της εταιρίας που το εκδίδει. Ακόμα και τώρα, συνεχίζω να παρακολουθώ με τον ίδιο ενθουσιασμό της περιπέτειες των αγαπημένων μου ηρώων ή για να είμαι ακριβής σούπερ-ηρώων, χωρίς να με απασχολεί ιδιαίτερα σε ποιά εταιρία ανήκουν και σίγουρα χωρίς να μπαίνω στη διαδικασία σύγκρισης ανάμεσα στις DC και Marvel. Έχοντας πει αυτά, μπορώ να ξεκινήσω την ανάλυση του «Wonder Woman» λιγάκι πιο απελευθερωμένος σε αντίθεση με τους συντελεστές του, οι οποίοι όταν ξεκίνησαν τη δημιουργία της είχαν αρκετό βάρος να σηκώσουν στους ώμους τους.
Μέχρι στιγμής το DC Extended Universe έχει καταφέρει να χωρίσει το κοινό του σε φανατικούς αλλά και σε παραπονεμένους θεατές, με αποτέλεσμα ένα ολόκληρο κινηματογραφικό σύμπαν να στρέφει την προσοχή του στο παραδεισένιο νησί Themyscira με την πίστη να αλλάξει το διχαστικό και αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί εις βάρος του. Από εκεί ξεκινάει η σκηνοθέτης Patty Jenkins, δημιουργός του οσκαρικού Monster (2003), να μας διηγείται την ιστορία της Diana (Wonder Woman) πριγκίπισσας των Αμαζόνων, μεγαλωμένη με ιστορίες πολέμου από την μητέρα της, Βασίλισσα Hippolyta. Η Hippolyta προσπαθεί να την προστατεύσει την κόρη της και να την κρατήσει μακριά από την ίδια της τη φύση. Σύμφωνα με τη μυθολογία της ταινίας, κάποια στιγμή στο μακρινό παρελθόν, ο Άρης υπέταξε και σκλάβωσε τις Αμαζόνες, με αποτέλεσμα αυτές έχοντας τη βοήθεια του Δία, να εξεγερθούν ενάντια στο θεό του πολέμου. Στη διάρκεια της επανάστασης, οι Αμαζόνες κατάφεραν να ξεφύγουν και να βρουν καταφύγιο σε ένα παραδεισένιο τόπο, δώρο των θεών και κρυμμένο από τον κόσμο των θνητών.
Αυτός ο τόπος θα ταραχτεί όταν ο Αμερικανός πιλότος Steve Trevor πέφτει στις ακτές του και τους λέει για μία τεράστια σύγκρουση η οποία βρίσκεται στην κορύφωσή της στον έξω κόσμο. Το γεγονός αυτό ταράζει την πριγκίπισσα Diana και τη φέρνει πιο κοντά στη μοίρα της. Ενάντια στις διαταγές της μητέρας της φεύγει απο το νησί μαζί με τον Trevor για να σκοτώσει τον θεό Ares και έτσι να δώσει τέλος στον μεγάλο πόλεμο ανακαλύπτοντας τις πλήρεις δυνάμεις της και το πραγματικό πεπρωμένο της. Με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε μάρτυρες σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι αυτογνωσίας και κατανόησης του ίδιου της του ευατού, απο την αθωώτητα στην απόλυτη αντίληψη της πραγματικότητας.
Οι αργές λήψεις και οι εξαιρετικά εντυπωσιακές χορογραφημένες συγκρούσεις, δίνουν αρκετούς θετικούς πόντους στη σκηνοθεσία της Patty Jenkins η οποία σε ρίχνει στο κέντρο της δράσης χωρίς να χάνεις λεπτό απο αυτήν. Η Jenkins ακολουθεί εφυέστατα το δρόμο που έχουν χαράξει μεγάλοι κινηματογραφιστές και χωρίζει την ταινία σε τρία ευδιάκριτα μέρη, φτάνοντας έτσι στην κλιμάκωση του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας και την μετατροπή της από ένα αθώο κοριτσάκι σε μία λυσαλέα πολεμίστρια. Επίσης, χωρίζοντας την ιστορία σε τρία μέρη, μας κάνει πραγματικά να νοιαζόμαστε για τις περιπέτειες των κεντρικών μας χαρακτήρων και για το πως αλληλεπιδρούν στις ακραιές καταστάσεις που βιώνουν.
Το πρώτο μέρος, λοιπόν, αφορά τη ζωή της Diana, από τα παιδικά της χρόνια στο ηλιόλουστο νησί Themyscira μέχρι την ενηλικίωσή της, πάντα κοντά στην πολεμοχαρή θεία της Antiope η οποία λειτουργεί σαν μέντορας στη ζωή της πριγκίπισσας. Το δεύτερο μέρος ξεδιπλώνεται στο ομιχλιασμένο Λονδίνο πλαισιωμένο από το μακάβριο σκηνικό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ο κεντρικός μας χαρακτήρας, η Diana, με έναν διαρκή προβληματισμό και απορία στο βλέμμα της, μοιάζει να είναι χαμένη και έξω από τα νερά της όταν προσπαθεί να προσαρμοστεί στον παράλογο και ξένο για εκείνη κόσμο, κάτι που φυσικά θα δώσει μεγάλη ώθηση στο δέσιμό της με τον θεατή. Στην τρίτη πράξη έχουμε τον πόλεμο, την τελική μάχη, δηλαδή ένα εξαιρετικά βάναυσο σκηνικό, όπου η ηρωίδα μας πλέον αποκτάει, όπως ανέφερα αρκετά πιο πάνω, την απόλυτη αντίληψη της πραγματικότητας και των εσωτερικών της δυνάμεων. Είναι πολύ σημαντικό πως αυτή η μετάβαση γίνεται με απόλυτα πειστικό τρόπο χωρίς υπερβολές στις αποφάσεις της κεντρικής ηρωίδας αλλά και των υπολοίπων χαρακτήρων στην ιστορία.
Μέσα στις τρείς πράξεις χτίζεται η σχέση μεταξύ της Diana Prince και του Steve Trevor, δύο ηρώων με ίδιο σκοπό αλλά με διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των γεγονότων και αυτό η ταινία μας το δείχνει αρκετές στιγμές. Απο την μία έχουμε τον απόλυτα κυνικό ρεαλιστή Steve και από την άλλη πλευρά την αθώα και φιλόδοξη ματιά της Diana, οι δυό τους όμως μοιράζονται το ίδιο πάθος για να προσφέρουν καλοσύνη και να σταματήσουν την παράνοια του πολέμου. Θα ήθελα να σταθώ λίγο ακόμα στην σχέση αυτών των δύο. Οι ηθοποιοί Gal Gadot και Chris Pine, στον ρόλο της Diana και του Steve Trevor αντίστοιχα, έχουν ζηλευτή χημεία μεταξύ τους. Ειλικρινά δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πιο ταιριαστό δίδυμο για αυτούς τους ρόλους.
Η ερμηνεία του Pine είναι τόσο ανθρώπινη που σε παίρνει απο το χέρι και σε τοποθετεί ακριβώς δίπλα σε έναν σούπερ-ήρωα, δίνοντάς σου τη δυνατότητα να νιώσεις τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Το στοιχείο που κάνει τη διαφορά στην επιτυχυμένη ερμηνεία του όμως, είναι πως βρίσκεται εκεί χωρίς να κλέβει καθόλου απο την λάμψη της Wonder Woman, αντιθέτως την τροφοδοτεί κατάλληλα για να λάμψει ακόμα περισσότερο. Από την άλλη μεριά η Gadot προσεγγίζει και εκείνη με μεγάλη ευστοχία την ανθρώπινη πλευρά του ρόλου της και μας δείχνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ξύλινο και απόμακρο σούπερ-ήρωα ο οποίος βρίσκεται εκεί μόνο για να μοιράζει μπουνίδια. Από αυτή την οπτική γωνία, δεν μπορούμε παρά να ταυτιστούμε με την αθώα ματιά της σε όλο το πολεμικό δράμα που εξελίσεται μπροστά της.
Συνοψίζοντας, η Wonder Woman είναι πολύ κοντά στο πνεύμα της ταινίας Superman (1978), με πρωταγωνιστή των Christopher Reeve. Ο Steve Trevor έχω την εντύπωση και θα ήθελα και την δικιά σας άποψη όταν δείτε την ταινία, ότι η ψυχοσύνθεση και ο χαρακτήρας του πλησιάζουν τον χαρακτήρα του Steve Rogers στο Captain America: The First Avenger (2011). Δεν ξέρω, μπορεί και να κάνω λάθος.
Η ταινία μου άρεσε αρκετά χωρίς αυτό να σημαίνει οτί δεν είχε αδύναμα σημεία. Για παράδειγμα, μερικά από τα CGI της Diana ίσως να ενοχλήσουν λίγο στο μάτι. Ό,τι λαθάκια και αν είχε όμως της τα συγχωρείς την στιγμή που ακούς τα τύμπανα με τo Βιολοντσέλο να κάνουν την είσοδό τους! Ειλικρινά, η σκηνή που μπαίνει για πρώτη φορά το μουσικό της θέμα και η αμαζόνα θερίζει κόσμο δένει απίστευτα με την εικόνα και θα σας χαρίσει μοναδική κινηματογραφική εμπειρία.
Το βασικό είναι πως το Wonder Woman είναι ένα καλογραμμένο origin story και είναι κλασσική περίπτωση καλού ομαδικού αποτελέσματος και σωστής συνεργασίας, ξεχειλίζει η καλή χημεία των συντελεστών της απο όπου και να το κοιτάξεις. Περιμένουμε ανάλογη συνέχεια από το υπόλοιπο κινηματογραφικό σύμπαν της DC.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.