The Fabelmans Review - Η προσωπική εξομολόγηση του Steven Spielberg

Ο θρυλικός σκηνοθέτης επιστρέφει με ένα φορτισμένο αυτοβιογραφικό έργο
27 Νοεμβρίου 2022 12:15
The Fabelmans Review - Η προσωπική εξομολόγηση του Steven Spielberg

Δύο ταινίες έχει γράψει ο Steven Spielberg στην πολυετή καριέρα του. Το “Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου” και, τώρα, 45 χρόνια μετά, το “The Fabelmans”. Η συμμετοχή του στο σενάριο, γενικότερα, δεν είναι ένα συχνό φαινόμενο. Η τελευταία φορά που συνέβη ήταν όταν ανέλαβε να κάνει το screenplay του “A.I.” πριν από 21 χρόνια, επιχειρώντας να ολοκληρώσει αυτό που του άφησε ο καλός του φίλος, Stanley Kubrick. Εδώ όμως, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Εδώ δεν μιλάμε απλά για μια “προσωπική ταινία” του Spielberg, όπως το εννοούμε συχνά για έργα που έχουν την συναισθηματική σφραγίδα του σκηνοθέτη τους, αλλά για την δραματοποιημένη αυτοβιογραφία του. Κοινώς, πιο προσωπική δεν γίνεται. Μαζί του είναι ο συχνός συνεργάτης του τα τελευταία χρόνια Tony Kushner (West Side Story, Munich, Lincoln), αλλά η σφραγίδα του Spielberg είναι εμφανής στη γραφή. Και αυτό δεν το λέω απαραίτητα με την καλή έννοια.

Στην αρχή της ταινίας ο μικρός Sammy πηγαίνει σινεμά με τους γονείς του και τρομοκρατείται/συγκλονίζεται από την σύγκρουση ενός τρένου που βλέπει στο The Greatest Show On Earth του Cecil B. DeMille. Μετά από αυτό, θα προσπαθήσει εμμονικά να αναπαραγάγει και να γυρίσει την σκηνή στο σπίτι με δικά του μέσα. “Έτσι το αντιμετωπίζει” λέει η μητέρα (Michelle Williams) στον πατέρα του (Paul Dano) που δεν μπορούσε να καταλάβει τι τον έχει πιάσει, “Με αυτόν τον τρόπο νιώθει ότι έχει τον έλεγχο”.

Κάπως έτσι, ο Spielberg ορίζει μια σχέση προσωπικής εξάρτησης με την τέχνη του, την οποία θα εξετάσει βαθύτερα μέχρι το πέρας του έργου. Υπό αυτή τη σκοπιά επίσης, όλη η ταινία μοιάζει για τον 75χρονο πλέον Spielberg, σαν μια καθαρτική ματιά στην οικογένειά του και κατ΄επέκταση, στον εαυτό του. Αν ο κινηματογράφος είναι το φίλτρο μέσα από το οποίο επεξεργάζεται τον εσωτερικό του κόσμο, αυτό τότε δεν είναι παρά μια ψυχαναλυτική απόπειρα να βάλει σε τάξη το ποιος είναι, εξετάζοντας τις κύριες δυνάμεις που τον διαμόρφωσαν: την σχέση του με την οικογένειά του και την σχέση του με το σινεμά.  

Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε τέτοιου είδους εγχειρήματα είναι η ειλικρίνεια. A priori, κάθε αυτοβιογραφία είναι μια μορφή αυτοδιαφήμισης, οπότε, το να έχεις το θάρρος να εκτεθείς ειλικρινά είναι αυτό που μπορεί να δώσει αξία στο έργο, σε ένα επίπεδο πέραν του προσωπικού. Αλλιώς, γέρνει προς τον ναρκισσισμό. Ευτυχώς, ο Spielberg θεωρώ ότι χειρίζεται το θέμα του σχετικά καλά. Αποφεύγει την γλυκανάλατη νοσταλγία και τα εύκολα λογύδρια για “την μαγεία της τέχνης” και, σοφά, δεν επικεντρώνεται ιδιαίτερα στις δικές του ικανότητες, παρότι παρουσιάζεται εμφανώς ταλαντούχος.

Αποτυπώνει τον νεαρό εαυτό του ευάλωτο, συχνά αδύναμο και τρομαγμένο, στην μέση πολλών ισχυρών αντίθετων δυνάμεων, πασχίζοντας να βγάλει μια άκρη. Δεν είναι δηλαδή μια ταινία βουτηγμένη στη χρυσόσκονη για την ανέλιξη ενός παιδιού-θαύματος στην καλλιτεχνική δόξα, ούτε μοιάζει με προσωπικό αυτό-συγχαρητήριο “πατ-πατ” στην πλάτη. Είναι πάνω απ’ όλα ένα οικογενειακό δράμα, συχνά ωμών συναισθηματικών σκηνών, μέσα από οποίο ζυμώνεται με ένταση αλλά και τρυφερότητα το πορτραίτο μιας ενηλικίωσης.

Είπαμε ότι είναι προσωπική ταινία για τον Spielberg, αλλά δεν είναι “καρφωμένη” πάνω του. Όσο είναι γι΄ αυτόν, άλλο τόσο είναι για τους γονείς του. Δεν ξέρω αν σχετίζεται, ωστόσο το έργο ήταν ένα project που είχε στο μυαλό του πολλά χρόνια, μέχρι που τελικά το γύρισε τώρα, όταν πια και οι δυο γονείς του έχουν πεθάνει. Δεν ξέρω δηλαδή αν αυτό τον “απελευθέρωσε” στην αποτύπωση των καταστάσεων και των προσώπων ή τον “έσφιξε” περισσότερο.

Η μαμά του λοιπόν, η οποία πρεσβεύει την καλλιτεχνική πλευρά στην οικογένεια και σίγουρα ο μικρός νιώθει πιο κοντά του, λογίζεται θεωρώ, ως ισάξια πρωταγωνίστρια με τον Sam και θα έλεγα μάλιστα ότι αυτή αποτελεί τον συναισθηματικό αλλά και θεματικό πυρήνα της ταινίας, ως ένα άτομο που εγκλωβίστηκε σε μια ζωή που την περιόριζε. Γιατί σε ένα επίπεδο, το The Fabelmans είναι και ένα έργο για το τίμημα της τέχνης ή το τίμημα του καλλιτέχνη με την ευρύτερη έννοια αν θέλετε καλύτερα, ο οποίος μοιάζει καταδικασμένος να είναι εσωτερικά ταγμένος σε αυτήν και οποιοσδήποτε συμβιβασμός, όσο λογικός και σώφρων να είναι, δεν μπορεί παρά να τον μαραζώσει. Η σύντομη αλλά απολαυστική επίσκεψη του θείου (που υποδύεται ο υπέροχος Judd Hirsh και κλέβει την παράσταση σε μόλις μερικά λεπτά), που παρουσιάζεται στο σπίτι σαν βλάσφημος κήρυκας κάποιας απαγορευμένης θρησκείας, το κάνει αρκετά σαφές.

Η Mitzi (η μαμά) είναι πιανίστρια αλλά δεν είναι η μουσική καριέρα που της λείπει. Είναι όλα μαζί. Η δική της τέχνη είναι η ίδια η ζωή και της είναι αποπνικτικό να μπαίνει σε καλούπι. Η Michelle Williams, πολύ πιθανή υποψηφιότητα στα επερχόμενα Oscars, κατά τη γνώμη μου, δίνει μια φορτισμένη και αρκετά μελοδραματική ερμηνεία, βγάζοντας εκκωφαντικά στην επιφάνεια το εσωτερικό της αδιέξοδο αλλά και την μαγική ενέργεια ενός ανθρώπου που θέλει να ζει έντονα και αυθόρμητα την κάθε στιγμή. Αφήνει ένα ηλεκτρισμένο όσο και σχεδόν “στοιχειωτικό” αποτύπωμα στο έργο. Η σκηνή που χορεύει σαν αερικό μπροστά στους προβολείς του αυτοκινήτου φαντάζει ήδη κλασική.   

Από την άλλη μεριά, ο μπαμπάς (Paul Dano) αντιπροσωπεύει την λογική, τον ρεαλισμό, την πρακτικότητα. Με λίγα λόγια, το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Η τριβή μεταξύ των δύο αυτών τρόπων σκέψης και ζωής είναι το κεντρικό background του δράματος. (Ανάθεμά τον όμως, μαμά καλλιτέχνης, μπαμπάς ιδιοφυής μηχανικός! Λες και παραγγείλανε στο εργαστήριο το μίγμα DNA για τον ιδανικό σκηνοθέτη!).

Ο τρόπος που αποτυπώνει τους δύο γονείς του ο Spielberg είναι ταυτόχρονα ειλικρινής απέναντι στα στραβοπατήματά τους όσο και ευαίσθητος και συμπονετικός. Νιώθεις ότι προσπαθεί να τους δει και ως ανθρώπους και ως γονείς και ο τόνος του μου έμοιαζε σχεδόν εξομολογητικός. Ο Dano θεωρώ ότι είναι εξίσου καλός με την Williams, απλά ο ρόλος του δεν είναι αβανταδόρικος, με εξάρσεις και ένταση, και πολύ φοβάμαι ότι θα παραβλεφθεί από πολλούς. Δεν θα είναι η πρώτη φορά εξάλλου. Αν δεν φωνάξεις ή κλάψεις ή είσαι εκκεντρικός δύσκολα τραβάς τα φώτα πάνω σου.

Εδώ ο Dano ανταπεξέρχεται στην εντέλεια ίσως στο δυσκολότερο υποκριτικό φάσμα: αυτό της κανονικότητας. Της συνηθισμένης, βαρετής, άχρωμης κανονικότητας. Και είναι απόλυτα πειστικός. Καταφέρνει σε αυτόν τον “βαρετό”, μουντό, συνεσταλμένο χαρακτήρα να δώσει ανθρώπινο βάθος, συναισθηματική λεπτότητα και πολυπλοκότητα. Η τελευταία σκηνή της ταινίας μαζί του, έχει μια αναπάντεχη, υπόγεια θλίψη που με διέλυσε. Απ’ όλο το έργο είναι ίσως η σκηνή που σκέφτομαι περισσότερο.

Υπάρχουν και άλλα πράγματα εδώ. Όπως η επικίνδυνη δύναμη του φακού να δημιουργεί bigger than life χαρακτήρες και η ευθύνη της δημιουργίας. Υπάρχει η συνιστώσα του Εβραϊσμού. Υπάρχει το bullying και η ρηξικέλευθη και συχνά παράδοξη ψυχολογία θύματος και θύτη. Υπάρχει ο David Lynch ως John Ford.

Θα το κατέτασσα στα αριστουργήματα του Spielberg, αν δεν έβρισκα ότι χωλαίνει ο ρυθμός της στο δεύτερο μισό. Νομίζω υπάρχουν σημεία που νιώθει την ανάγκη να υπερεξηγήσει πράγματα για τους χαρακτήρες του (κυρίως την μαμά) που μπορούν να γίνουν ήδη κατανοητά από τα συμφραζόμενα και αυτό οδηγεί σε φλυαρία. Στα καλύτερα δράματα, το “ζουμί”, η ουσία βρίσκεται σε αυτά που μένουν ανείπωτα και εδώ ο Spielberg νιώθω ότι κάποιες φορές, ενώ στήνει άψογα το δράμα του,  μετά σπεύδει να μας το εξηγήσει. Less is more που λέει και το κλισέ. Σε συνδυασμό και με την μελοδραματική ερμηνεία της Williams, προς το τέλος υπήρχαν σημεία που με εξάντλησε.

Όπως και να ‘χει, το The Fabelmans είναι μια καλή ταινία. Είναι ένα καλοπαιγμένο και, φυσικά, καλοκατασκευασμένο έργο. Η σκηνοθεσία σε συνδυασμό με την φωτογραφία του Kaminski κάνουν κάθε σκηνή ενδιαφέρουσα, ενώ και θεματικά είναι ιδιαίτερα πυκνό. Είναι ένα στιβαρό, σε σημεία φλύαρο, οικογενειακό δράμα αλλά και ένα έργο για την τέχνη ως λυτρωτικό μέσο επικοινωνίας και αλήθειας.

Επίσης, δεν ξέρω αν σας το είπα αλλά έχει τον David Lynch ως John Ford.