Project Zero: Maiden of Black Water Review

Project Zero: Maiden of Black Water Review

03 Νοεμβρίου 2015 09:00
Το πιστό "παιδί" της Tecmo

Το να παρουσιάσω ένα παιχνίδι για το Wii U, πλέον, μου μοιάζει περισσότερο ως αγγαρεία, κυρίως γιατί το σύστημα, πολύ δυστυχώς, έχει «πεθάνει». Αυτό το μηχάνημα το αγάπησα και κάθε φορά που ασχολούμαι μαζί του, μου έρχεται ένα μεγαλοπρεπές «γιατί;» στο μυαλό μου. Όσες κυκλοφορίες εμφανίζονται πια, νομίζω πως σκοπό έχουν περισσότερο το να ικανοποιήσουν τους ήδη υπάρχοντες και δικαίως παραπονεμένους κατόχους, παρά να πείσουν τους υποψήφιους αγοραστές. Από την άλλη προστίθενται στη μικρή αλλά αξιοπρεπής λίστα μιας κονσόλας που κράτησε λίγο, αλλά χάρισε μερικές όμορφες συγκινήσεις. Η σειρά Project Zero (στη Δύση γνωστή ως Fatal Frame) μετράει 15 χρόνια ζωής. Ως παιχνίδια, οι δημιουργίες των Ιαπώνων, δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν mainstream, ωστόσο έχουν ένα πιστό κοινό, το οποίο χτίστηκε ως επί των πλείστων από τους «ρομαντικούς», βετεράνους survival horror fans, που μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν με το genre επί PSX και PS2 εποχής. Καλώς ή κακώς (καλώς αν ρωτάτε εμένα) τα Project Zero έμειναν πιστά στις ρίζες αυτής της κατηγορίας. Δεν προσπάθησαν ποτέ να απευθυνθούν σε ευρύτερο κοινό, κράτησαν τους αρχικούς μηχανισμούς, ενώ υπηρέτησαν το horror στοιχείο της παραδοσιακής ιαπωνικής κουλτούρας. Προσωπικά μου αγαπημένα είναι τα Project Zero και Project Zero II: Crimson Butterfly, αλλά σε γενικές γραμμές η ποιότητα και το «είναι» παρέμειναν άθικτα. Το δυσάρεστο είναι, όπως συμβαίνει με πολλά ιαπωνικά παιχνίδια, ότι κάποιοι τίτλοι δυσκολεύτηκαν πολύ να βρουν το δρόμο προς τις δυτικές αγορές και αν το έκαναν, το έκαναν με μεγάλη καθυστέρηση.

Ώρα να περάσω στο κυρίως πιάτο, στο Project Zero: Maiden of Black Water. Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω πως το παιχνίδι, αν και μας το διέθεσε η Nortec Multimedia, δε θα κυκλοφορήσει επίσημα στην Ελλάδα, οπότε αν τελικά σκοπεύετε να το αποκτήσετε θα πρέπει να απευθυνθείτε προς τις έξω αγορές ή στην ψηφιακή έκδοση του Nintendo eShop (11GB εγκατάστασης).

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από ένα μυστηριώδες σκοτεινό βουνό ονόματι «Hikami», στο οποίο πήγαιναν οι άνθρωποι για να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο τριών διαφορετικών χαρακτήρων, ο καθένας εκ των οποίων έχει διαφορετικό κίνητρο να βρίσκεται εκεί. Η Yuri προσπαθεί να βρει ίχνη από κάποιον στενό της άνθρωπο, την ώρα που η Miu αναζητεί τη χαμένη της μητέρα. Ο τρίτος χαρακτήρας είναι ο Ren, ο οποίος στοιχειώνεται από παράξενους εφιάλτες που συνδέονται με αυτό το βουνό.

Παρά το γεγονός ότι οι χαρακτήρες, σε θέμα βάθους, δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο να πουν, η ιστορία αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα που σε κρατάει σε εγρήγορση μέχρι να δεις τους τίτλους των πολλαπλών τελών. Δε σας κρύβω πως οι πρώτες ώρες είναι απογοητευτικές. Ο τίτλος κινείται σε πολύ επίπεδους ρυθμούς, όλα είναι τόσο μπερδεμένα και «ό,τι να’ ναι» που απλά δίνεται η εντύπωση πως οι δημιουργοί πέταξαν όλα τα κλισέ και τίγκαραν το καζάνι με έτοιμα assets από τα προηγούμενα παιχνίδια. Όσο προχωράει όμως η ιστορία και τα κενά αρχίζουν να καλύπτονται, η ατμόσφαιρα ολοένα και «σφίγγει» και δίνει αρκετούς λόγους στον παίκτη να το απολαύσει. Αυτό που με ενόχλησε είναι η τάση των δημιουργών προς το πιο σεξιστικό, με κάτι «πονηρές» λήψεις να δίνουν έναν τόνο που σε αυτήν τη σειρά, δε νομίζω να έχει θέση.

Επίσης, θεωρώ πως έγινε υπερβολική χρήση της θεματολογίας της αυτοχειρίας. Προφανώς και αυτό είναι το θέμα που πραγματεύεται το σενάριο, αλλά έχω την εντύπωση πως από ένα σημείο και μετά κουράζει. Ετοιμαστείτε να δείτε πολύ κόσμο να πέφτει από γκρεμούς, να κόβει μπροστά σας το λαιμό του και να κρεμιέται σε κλαδιά, πολύφωτα, δοκάρια και…ό,τι άλλο μπορεί να στηρίξει σχοινί.

Η ατμόσφαιρα, ωστόσο χτίζεται από το ίδιο το βουνό, το οποίο είναι και ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Ο σχεδιασμός των επιπέδων, είναι αφενός κοινότοπος με γνώριμες τοποθεσίες και κτήρια της ιαπωνικής επαρχίας, αφετέρου έχει πολλούς λόγους για να σε κάνει να νιώσεις άβολα, από τα στοιχειωμένα και γεμάτο «θάνατο» και πόνο σπίτια, μέχρι τις ανατριχιαστικές θρησκευτικές τελετές που λαμβάνουν χώρα μέσα στα μαύρα σκοτάδια των δασών του βουνού. Αν και γραμμικό στη δομή του, δίνεται η πρέπουσα ποικιλία στις περιοχές, τόση που εξυπηρετεί ικανοποιητικά την εξερεύνηση. Βέβαια, το παιχνίδι δεν κατάφερε να με πείσει πως η επιστροφή στις ίδιες περιοχές (κοινώς backtracking) λειτουργεί υπέρ της συνολικής εμπειρίας. Από την άλλη μέσω αυτής της επανάληψης δίνεται ευκαιρία να καλυφθούν πτυχές του σεναρίου, ενώ συνδράμουν στην οικοδόμηση ενός χορταστικού περιεχομένου, αφού το παιχνίδι μπορεί να διαρκέσει έως και 15 ώρες, ειδικά γι’ αυτούς που θέλουν να βρουν και να δουν τα όσα έχει να προσφέρει.

Όσον αφορά το gameplay, το Maiden of Black Water δεν προβαίνει σε επαναστατικές αλλαγές αλλά απεναντίας προτιμάει την «ασφάλεια» των δοκιμασμένων μηχανισμών. Συνεχίζει να είναι ένα βαρύ και αργό παιχνίδι τρίτου προσώπου, ενώ επιμένει στη παλιομοδίτικη survival horror δομή, με τον χάρτη, τις κλειδωμένες πόρτες, τα σημειώματα κλπ. Αν με ρωτάτε, εγώ εκτιμάω βαθύτατα το γεγονός ότι ο τίτλος μένει πιστός στο ένδοξο παρελθόν του και σε αντίθεση με άλλα παιχνίδια της κατηγορίας, δεν ενστερνίστηκε τις πιο «σύγχρονες» τακτικές. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι τα κάνει όλα τέλεια. Ο χειρισμός είναι προβληματικός, η κίνηση των χαρακτήρων στα επίπεδα ορισμένες φορές γίνεται απίστευτα εκνευριστική, ενώ η κάμερα είναι υπερβολικά αργή. Θα προτιμούσα πολλές φορές περισσότερο τα κλασικά tank controls με τις στατικές κάμερες, παρά αυτό το παράξενο συνονθύλευμα που εν τέλει δεν προσφέρει στην τελική εμπειρία μέσω της δυσφορίας που προκαλεί, αλλά αφαιρεί πόντους από το σύνολο.

Το σήμα κατατεθέν της σειράς, η Camera Obscura, επιστρέφει δριμύτερη και αυτή τη φορά συνοδεύεται από τα «καλούδια» που έχει να της προσφέρει το Wii U Gamepad. Για όσους δε γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, ανέκαθεν τα Project Zero ήταν survival horror παιχνίδια, που όμως δεν ενσωμάτωναν fighting μηχανισμούς με όπλα, αλλά έδιναν τη δύναμη στον παίκτη να εξοντώσει το κακό απλά τραβώντας το φωτογραφίες. Το «κακό» στο σύμπαν αφορά αποκλειστικά φαντάσματα, ψυχές δηλαδή χαμένων ανθρώπων που έχουν εγκλωβιστεί και ψάχνουν απεγνωσμένα τη λύτρωσή τους. Στο Maiden of Black Water η απαθανάτιση των…τρυφερών στιγμών με τα φαντάσματα, ενσαρκώνεται μέσα από την οθόνη της ταμπλέτας και με τη χρήση του γυροσκοπίου, το παιχνίδι προσπαθεί να αναπαραστήσει τη διαδικασία όσο πιο πιστά γίνεται. Η αλήθεια είναι ότι όλα δουλεύουν τέλεια και πράγματι δίνεται μία ανατριχιαστική αίσθηση, η οποία όμως μετά τις τρεις πρώτες στιγμές, κουράζει και έτσι ο παίκτης θα μπει στο μενού και θα ενεργοποιήσει τα κλασικά controls με τα joysticks.

Μία ακόμη υπερβολή που θεωρώ πως έγινε από την πλευρά των δημιουργών, αφορά στη χρήση της κάμερας. Νομίζω πως οι σκηνές δράσης, δηλαδή οι στιγμές που ο παίκτης θα πρέπει να εξοντώσει κάποιο φάντασμα, υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με τα προηγούμενα κεφάλαια της σειράς. Οι σωστοί και στιβαροί μηχανισμοί της Camera Obscura όμως σώζουν αυτήν την επιλογή αφού καταφέρνουν, ακόμη και μετά από επαναλαμβανόμενη χρήση, να παραμένουν απολαυστικοί.

Στα ενδότερα των μαχών με τα φαντάσματα, ο παίκτης βρίσκει διάσπαρτα στα επίπεδα διαφόρων ειδών films, τα οποία έχουν διαφορετικές συνέπειες και προκαλούν μεγαλύτερο damage στα φαντάσματα. Επιπλέον, με την εξόντωση των φαντασμάτων, οι χαρακτήρες κερδίζουν points, τους οποίους μπορούν να εξαργυρώσουν στην πορεία για την αγορά νέων films και άλλων αντικειμένων πχ. για την αναπλήρωση της υγείας. Στην απαθανάτιση αυτή καθαυτή, ο παίκτης πρέπει να φωτογραφίζει το φάντασμα μέχρι αυτό να εξαφανιστεί. Κάθε φωτογραφία και αναλόγως του film, το φάντασμα δέχεται damage. Από ένα σημείο και έπειτα και όταν η ζημιά είναι μεγάλη, από το πνεύμα απελευθερώνονται μερικά κομμάτια του τα οποία αρχίζουν και περιφέρονται τριγύρω του, δίνοντας στον παίκτη την ευκαιρία να δώσει τα τελευταία του «χτυπήματα» με το φωτογραφικό φακό. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αν καταφέρει να χωρέσει στο frame πέντε από αυτά τα στοιχεία, η ζημιά προς το πνεύμα θα είναι σαφέστατα μεγαλύτερη. Τέλος, επιστρέφει και το θρυλικό Fatal Frame, ένας μηχανισμός που επιτρέπει στον παίκτη να δώσει το τελικό, δυνατό χτύπημα, μέσω ενός και μοναδικού πατήματος του κλείστρου. Αυτό το χτύπημα απαιτεί σωστό timing και κεντράρισμα του πνεύματος, ακριβώς τη στιγμή που αυτό ετοιμάζεται να σου επιτεθεί. Το εν λόγω χαρακτηριστικό προσφέρει φοβερή ένταση στις μάχες με τα φαντάσματα, μιας και το άγχος που δημιουργείται περιμένοντας την απεχθή οντότητα να σε πλησιάσει απειλητικά, είναι βασανιστικό.

Στον τεχνικό τομέα, το νέο Project Zero, σε γενικές γραμμές ικανοποιεί. Ο τίτλος έχει εντυπωσιακά λεπτομερή μοντέλα στους χαρακτήρες, κάνει χρήση μερικών όμορφων εφέ φωτισμού και ομίχλης, ενώ πρόκειται για ένα καθαρό παιχνίδι, χωρίς ενοχλητικό aliasing και λοιπές αδυναμίες. Από την άλλη, υπάρχουν στιγμές που οι υφές, κυρίως στα περιβάλλοντα, θυμίζουν τις εκδόσεις των παιχνιδιών στο PS2, κάτι που χαλάει λιγάκι τη συνοχή. Στα του ήχου, αναμενόμενα έχουμε τραγικά αγγλικά voice overs, αλλά ευτυχώς υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής των ιαπωνικών φωνών, οι οποίες είναι σαφέστατα καλύτερες και πιο ταιριαστές με το παιχνίδι. Η μουσική, πέρα από μερικές ατμοσφαιρικές νότες που βοηθούν πολύ στη δημιουργία της ατμόσφαιρας, δεν έχει κάτι πιο ουσιαστικό να πει.

Για το τέλος άφησα το βασικότερο κομμάτι ενός horror τίτλου, το κατά πόσο καταφέρνει να σε τρομάξει, να σε ταρακουνήσει και να σε κάνει να αισθανθείς άβολα, τόσο ώστε να σου αρέσει. Το παιχνίδι, όπως προανέφερα, έχει μία καταστροφική αρχή, γεμάτη από δεκάδες tutorials που σε βγάζουν εντελώς από το κλίμα. Όταν τελειώσουν όλα αυτά και το gameplay πάρει το δρόμο του, η εμπειρία μπορεί να γίνει απολαυστικά άβολη. Υπήρχαν στιγμές που τρόμαξα, υπήρχαν στιγμές που ανατρίχιασα και υπήρχαν στιγμές που απλά ήθελα να κλείσω την κονσόλα. Δεν παίρνει βραβείο τρόμου, ούτε είναι κάτι που θα κλέψει τον ύπνο σας, αλλά συνολικά καταφέρνει να καλύψει τις horror ανάγκες, ακόμη και των απαιτητικών.

Συνοψίζοντας : Με το Wii U να βλέπει τους καλούς τίτλους με το σταγονόμετρο και με έναν πολύ γκρίζο ορίζοντα μπροστά του, το Project Zero: Maiden of Black Water είναι πολύτιμος λίθος για την κονσόλα. Γενικά είναι ένα καλό κεφάλαιο για τη σειρά, που ενσωματώνει τους ίδιους στιβαρούς μηχανισμούς (κυρίως όσον αφορά την Camera Obscura), μένει πιστό στο ύφος του franchise, αποτελείται από χορταστικό περιεχόμενο και παραδίδει μία αξιοπρεπέστατη horror εμπειρία. Υπερβολές και λάθη έχει μπόλικα, αλλά θεωρώ πως όσοι έχετε επενδύσει χρόνο σε αυτή τη σειρά και έχετε αποδεχθεί τις αδυναμίες της, δύσκολα θα απογοητευτείτε.
Box Art
Tested on : Wii U
Developer : Koei Tecmo
Publisher : Nintendo
Available for : Wii U
Release date : 2015-10-30