Devil's Third Review

Devil's Third Review

27 Αυγούστου 2015 08:26
Αίμα στο Wii U;

To Devil's Third, κάνει επιτέλους την εμφάνιση του. Πέντε χρόνια πέρασαν από την ανακοίνωση του για το PlayStation 3 και το Xbox 360. Πέντε χρόνια με εμάς να μαντεύουμε μέσα από τις δηλώσεις του, το περιεχόμενο του παιχνιδιού. Και τι δηλώσεις! "Επανάσταση για τη βιομηχανία" το χαρακτήρισε ο δημιουργός του, Tomonobu Itagaki. Δεν μπορούσαμε παρά να δηλώσουμε ενθουσιασμένοι όταν ανακοινώθηκε πως θα κυκλοφορήσει για την κονσόλα της Nintendo. Ίσως όμως βιαστήκαμε να χαρούμε. Στην επίσημη σελίδα της Nintendo, το παιχνίδι χαρακτηρίζεται ως “Over The Top Third Person Action Shooter”.  Αυτό μεταφράζεται ως: εκτός ορίων, υπερβολικό, extreme και άλλα διάφορα, μεταξύ των οποίων όμως και «άχρηστο», «χωρίς λόγο ύπαρξης» ή «χωρίς λογική». Όποιο συνώνυμο κι αν είχε στο μυαλό της αυτός που έγραψε την περιγραφή του, όμως, είχε απόλυτο δίκιο.  Και θα σας εξηγήσω όσο πιο αναλυτικά μπορώ τι κάνει λάθος ο συγκεκριμένος τίτλος.

Θα ξεκινήσω από το multiplayer, το οποίο δε λειτουργεί αυτή τη στιγμή που γράφεται το άρθρο, και είναι μια απαράδεκτη και αψυχολόγητη κίνηση της εταιρίας. Μένοντας στο ίδιο θέμα, να σας πω πως στην περιγραφή αναφέρεται ως ένα ξεχωριστό όραμα με μια μίξη management resources και clan based action. Κάτι που μένει να δούμε στην πράξη, αν και αμφιβάλω πολύ κατά πόσο θα γεμίσουν οι servers του παιχνιδιού. Εύχομαι να κάνω λάθος. Αφήνω το online κομμάτι και προχωρώ στο single player campaign. Είναι επιεικώς απαράδεκτο, εν έτη 2015, να κυκλοφορούν τέτοια παιχνίδια από τέτοιες προσωπικότητες. Είναι σαν να βάζω εγώ την υπογραφή μου και να έχω την επιμέλεια σύνταξης σε ένα κείμενο γεμάτο με ορθογραφικά και συντακτικά λάθη. Μπορεί το κείμενο να είναι η καλύτερη ιστορία του κόσμου, όμως τα «τεχνικά» μου λάθη είναι απαράδεκτα. Ελπίζω κάτι τέτοιο να βγάζει νόημα σε εσάς.

Η ιστορία του παιχνιδιού αφορά έναν Ρώσο κατάδικο με το όνομα «Ιβάν», που στρατολογείται από τις μυστικές υπηρεσίες, ώστε να βοηθήσει σε μια περίεργη υπόθεση που έχει επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη. Οι δορυφόροι έχουν καταστραφεί δημιουργώντας έναν ηλεκτρομαγνητικό παλμό που κατέστρεψε όλα τα ηλεκτρονικά του πλανήτη. Το παιχνίδι δεν είναι ισορροπημένο. Θυμίζει παλαιότερης «κοπής» παιχνίδια όπου το επίπεδο δυσκολίας της πίστας με αυτό ενός ενδιάμεσου «boss» ήταν η μέρα με τη νύχτα. Ειδικά στην περίπτωση των bosses, το Devil's Third από casual δυσκολία, γίνεται “Dark Souls». Όχι, δεν έχει το παραμικρό βάθος και στρατηγική στις μάχες με τα bosses, ούτε έχεις κάποιο ιδιαίτερο combo που μπορείς να εκτελέσεις, απλώς αναλώνεσαι σε button mashing και ανελέητο κυνηγητό, καθυστερώντας το αναπόφευκτο. Ποιό είναι αυτό; Μα φυσικά να χάσεις. Οι μάχες με τα Bosses είναι άνισες. Ακόμη και στο χαμηλότερο επίπεδο δυσκολίας, φτάνει στα όρια της παράνοιας.

Σε ότι αφορά ένα ενδιάμεσο boss γυναίκα με το εμπνευσμένο όνομα “Jane Doe» (που στα αγγλικά μεταφράζεται ως «αγνώστου ταυτότητας γυναικείο πτώμα») το παιχνίδι μοιάζει να το παρατραβάει, δεδομένου ότι βρίσκεται στη μέση του. Η συγκεκριμένη διαθέτει άπειρες κινήσεις και δεν την πετυχαίνουν οι σφαίρες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αν βρεθείς αρκετά κοντά της (!) χωρίς να έχει καμία σημασία πόσο health της έχει απομείνει, μπορεί να σε ακινητοποιήσει και να σου ανατινάξει το κεφάλι...έτσι απλά! Να αναφέρω εδώ πως όσο την αποφεύγεις, η ενέργειά της κάνει regenerate, πως αψηφά τους νόμους της φύσης και της βαρύτητας με τα ακροβατικά της και πως ολόκληρη η πίστα έχει παραδοθεί στις φλόγες, οι οποίες μόνο σε εσένα κάνουν damage.

Ο μοναδικός τρόπος να την κερδίσεις (μετά από αναρίθμητες προσπάθειες, βέβαια, και στο χαμηλότερο επίπεδο δυσκολίας) είναι να κάνεις το hit & roll γνωστό από την σειρά «Souls». Ακόμη κι έτσι, όμως, θα δυσκολευτείς πολύ. Όπως είπα, το επίπεδο δυσκολίας μερικές φορές ξεφεύγει πάρα πολύ. Ειλικρινά, από έναν διασκεδαστικό τίτλο μετατρέπεται σε έναν πολύ απαιτητικό χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα μετά τη μέση του παιχνιδιού. Εκεί αρχίζουν να εμφανίζονται διάσπαρτα διπλά (!) μίνι bosses σε σημεία μέσα στην πίστα που δεν το περιμένεις.  Σε αυτές τις περιπτώσεις, το level design έχει γίνει εσκεμμένα εις βάρος σου. Σίγουρα, υπάρχει κάπου ένα κουτί με ammo για ανεφοδιασμό, άλλα αυτό είναι το μοναδικό σου “ατού” σε εκείνο το κλειστό χώρο. Δε μπορείς να ξεφύγεις, δεν υπάρχει κάποια στρατηγική τύπου «να κρυφτώ εδώ για 2 δευτερόλεπτα» ή να «παρασύρω τον εχθρό σε αυτό το σημείο».

Τίποτα! Απλώς τρέχεις, προσπαθείς να γυρίσεις την κάμερα, και μέχρι να το κάνεις, ο εχθρός είναι ακριβώς μπροστά σου και είτε επιλέγεις να τρέξεις ξανά, είτε δέχεσαι την μοίρα σου. Πραγματικά ανούσιος αυτός ο βαθμός δυσκολίας σε μερικά σημεία. Μου θύμισε πολύ το The Suffering άλλα χωρίς τα ιδιαίτερα και χρήσιμα combos του παίκτη. Σε όλα τα παραπάνω να προσθέσουμε τα frame drops που κατά τη διάρκεια μιας μάχης μπορούν να σου στοιχίσουν τη νίκη, όπως και κάποια glitches που σε βγάζουν εκτός, είτε με τον παίκτη να προσπαθεί να καλυφθεί αυτόματα πίσω από κάποιο αντικείμενο , είτε λόγω της κάμερας που παίζει τα δικά της παιχνίδια και κλειδώνει σε σημεία που δεν είναι εφικτό να δεις τη δράση ή τον χαρακτήρα.

Ξέρετε, αυτό που είναι δύσκολο όταν παίζεις κάποιο παιχνίδι, είναι να βρεις κάτι να σε κρατήσει ώστε να θέλεις να δεις το παρακάτω. Όταν ένα παιχνίδι συνεχώς σου βάζει τρικλοποδιές χωρίς κανένα λόγο, τότε δεν υπάρχει κανένα νόημα να συνεχίσεις. Αν είναι δύσκολο από την αρχή, σου δίνει ένα σήμα. «Ξέρεις, είμαι δύσκολο παιχνίδι. Απαιτώ από εσένα προσήλωση». Αν είναι όμως ένα χαλαρό παιχνίδι, δεν νοείται ξαφνικά να ανεβάζει στροφές.  Ή τουλάχιστον αν το κάνει, πρέπει να κρατάει κάποιες ισορροπίες. Να σου δίνει κάποιες δυνατότητες. Γιατί δεν υπάρχουν πολλοί που βλέπουν μια δυσκολία ως ευκαιρία να αποδείξουν από τι είναι φτιαγμένοι. Πολλοί απλώς απογοητεύονται και δεν βρίσκουν το λόγο να συνεχίσουν. Και όσο έπαιζα το Devil's Third, είχα συνεχώς στο μυαλό μου πως «όπου να' ναι θα μου την φέρει το παιχνίδι».

Πως σε λίγη ώρα θα «δοκιμαστούν ξανά τα νεύρα μου και οι αντοχές μου». Και αυτό δεν είναι πάντα κακό όπως είπα, αρκεί το παιχνίδι να σου δίνει τα εφόδια να το παλέψεις. Να εμπλουτίζει το gameplay με combos, με νέες κινήσεις, με ατού για τον παίκτη, με μια άλφα στρατηγική, έστω και βασική. Φανταστείτε να παίζατε Super Mario και κάπου στη μέση μιας πίστας το παιχνίδι να γινόταν Super Meat Boy. Κι εσείς να έπρεπε να κερδίσετε, με τις ίδιες κινήσεις. Με τους μηχανισμούς του Super Μario να βγάλετε πίστα του Super Meat Βoy! Πολλοί απλώς θα το παρατούσαν για πάντα.

Οι «κακοί» έχουν μια άνιση ποικιλία. Δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο όσο φτάνεις προς το τέλος, όπως ακριβώς γινόταν σε κλασικούς τίτλους δύο διαστάσεων. Έχει μπλέξει τόσα πολλά διαφορετικά είδη και ιδέες ο Itagaki στο παιχνίδι του, που χάνει το ύφος του. Η μάχη γίνεται με όπλα και σπαθιά. Οι εχθροί είναι ζόμπι άλλα και στρατιώτες. Αργότερα γίνονται αόρατοι. Μετά πετούν στον αέρα. Υπάρχουν αερομαχίες, τανκ, και το τελικό boss έχει όλες τις δυνάμεις όλων των προηγούμενων bosses μαζί. Στα χαρτιά ακούγεται ενδιαφέρον, άλλα στην πράξη απλώς δεν μπορείς να καταλάβεις τι παίζεις εκείνη τη στιγμή. Σου κάνει πλάκα το παιχνίδι; Είναι ένα νέο «Serious Sam” ή πρέπει να το αντιμετωπίσεις σοβαρά;

Το level design είναι εντελώς γραμμικό. Το παιχνίδι σε αρπάζει από το χεράκι και σε πηγαίνει, χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να παραστρατίσεις ούτε μία φορά. Αυτό είναι που το κάνει τόσο «χαλαρό». Προχώρα και σκότωσε ότι βρεθεί μπροστά σου. Χωρίς να απασχολείς τον εγκέφαλο σου για το που μπορεί να έστριψες λάθος. Άνοιξε πόρτα, καθάρισε το δωμάτιο, άνοιξε την επόμενη και ούτω καθεξής. Κι αν τύχει και δεν ξέρεις προς τα πού να πας, μια κουκίδα με τα μέτρα που σου απομένουν για να την φτάσεις, είναι εκεί για εσένα. Χάρτης δεν υπάρχει στην οθόνη, όπως και μηδενική είναι η αξιοποίηση της ταμπλέτας του Wii U. Δεν τη χρησιμοποιεί το παιχνίδι για τίποτα, πέρα του να μεταφέρεις το παιχνίδι εκεί αντί για την τηλεόραση. Και οχι, δεν παίζει και στα δύο ταυτόχρονα όπως έχουμε δει σε άλλα παιχνίδια.

Αυτό που είναι αρκετά άσχημο στο παιχνίδι είναι η χρωματική του παλέτα. Δεν είναι ιδιαίτερα ρυθμισμένη. Υπάρχουν πάντως σχετικές ρυθμίσεις στο μενού, όπως και για την κάμερα ή το χειρισμό. Στα του level design όπως προανέφερα, το παιχνίδι είναι γραμμικό. Ακόμη και σε σημεία που πρέπει να περάσεις κάτω από εμπόδια, σε περίπτωση που το ξεχάσεις, εμφανίζεται το σχετικό σύμβολο που λέει πως πρέπει να σκύψεις. Τώρα γιατί επέλεξαν το κουμπί του σκυψίματος να είναι στο αναλογικό που ρυθμίζει την κάμερα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Γενικά τα βασικά πλήκτρα δε βολεύουν ιδιαίτερα, άλλα υπάρχει πάντα η δυνατότητα να τα παραμετροποιήσουμε από το μενού.

Ακόμη προσπαθώ να κατανοήσω την κίνηση της Nintendo να επιτρέψει την κυκλοφορία αυτού του τίτλου. Δεν είναι μόνο το ότι είναι περασμένης γενιάς. Δεν είναι μόνο το ότι δεν έχει περάσει κανένα στάδιο φινιρίσματος, εικαστικά, σεναριακά ή σε θέμα μηχανισμών. Είναι η γενική φιλοσοφία του. Πρόκειται για ένα καθαρά «αμερικανικής ποιότητας» παιχνίδι. Στη δομή του. Στη φιλοσοφία του. Είναι πέρα για πέρα «ρατσιστικό» (και χρησιμοποιώ τον όρο με την ελαφρά του μορφή). Οι Ασιάτες χρησιμοποιούν σπαθιά και είναι όλοι Νίντζα. Στις Ασιατικές περιοχές βρέχει άνθη αμυγδαλιάς και υπάρχουν παγόδες. Οι γυναίκες έχουν μεγάλα στήθη και κολλητά φορμάκια. Ο 'νταής' είναι Ρώσος (θα μπορούσε και Αμερικάνος), με προφορά Ντόλφ Λούνγκρεν σε βιντεοκασέτα της δεκαετίας του '90. Καπνίζει, βρίζει, πίνει, σκοτώνει, είναι φυλακισμένος.

Και μετά, έχουμε τον 'ιό'. Την 'Χίμαιρα'. Για ακόμη μια φορά ένα στερεότυπο. Ποιός δεν έχει βαρεθεί να ακούει για την 'Χίμαιρα';  Έναν ιό που μετατρέπει τον κόσμο σε ζόμπι. Ζόμπι με υπερφυσικές δυνάμεις. Και πάρε και έναν πυρηνικό πόλεμο όπου πρέπει να προλάβεις να αφοπλίσεις τις κεφαλές έτσι για επιδόρπιο. Αν είναι δυνατόν να πάρουμε στα σοβαρά ένα τέτοιο σενάριο. Ότι δηλαδή ένας καταδικασμένος για εγκλήματα πολέμου, Ρώσος ντράμερ που κρατείται σε κελί ύψιστης ασφαλείας, στρατολογείται από τις μυστικές υπηρεσίες την ώρα που όλοι οι δορυφόροι έχουν καταστρέψει όλα τα ηλεκτρονικά του κόσμου με Emp, ώστε να εξοντώσει την «παλιά του ομάδα». Η οποία παρεμπιπτόντως, είναι μπλεγμένη σε ένα σκάνδαλο με πειράματα που μεταμορφώνουν τον κόσμο σε υπερφυσικά ζόμπι.

Και το κερασάκι για την Nintendo, είναι πως πρόκειται για τον βιαιότερο τίτλο που έχει κυκλοφορήσει ποτέ σε κονσόλα της.  Για αρχή, σκοτώνεις ανθρώπους. Τους τεμαχίζεις, ανατινάζεις τα κεφάλια τους, τους κόβεις στη μέση. Στη συνέχεια περιέχει πολύ άσχημη γλώσσα. Μάλιστα η πρώτη λέξη στο παιχνίδι που ακούγεται από τα χείλη πρωταγωνιστή είναι 'Shit'. Η πρώτη, πρώτη λέξη. Περιέχει επίσης τον ήρωα να ανάβει τσιγάρο με την πρώτη ευκαιρία, και να κατεβάζει το αγαπημένο του ποτό.  Πέρα από αυτά το παιχνίδι βρίθει από σεξισμό. Και όχι με την καλή έννοια. Το σύνολό του πέρα από το ότι είναι ρατσιστικό για τους λόγους που ανέφερα, είναι εντελώς εκτός φιλοσοφίας της εταιρίας. Και ανάθεμά με αν καταλαβαίνω για ποιόν λόγο έγινε αυτό. Θέλει ίσως η εταιρία να δείξει κάτι;

Να αποδείξει στο κοινό της πως τολμά και με 3rd party τίτλους άλλα και με το είδος αυτό που μοιάζει να αγαπά ο κόσμος; Πότε την ενδιέφερε την εταιρία για να το κάνει τώρα; Γιατί τώρα; Και αν ήθελε να κάνει μια τέτοια κίνηση, γιατί δεν φρόντισε να είναι με έναν τίτλο που θα μείνει στην ιστορία; Που θα επαναπροσδιόριζε το είδος; Με υψηλότερα values; Με καλύτερο σενάριο, γραφικά και μηχανισμούς. Γιατί τα παιχνίδια της Nintendo πάντοτε αφορούσαν τους μηχανισμούς. Το Mario Kart δεν είναι κάτι σπουδαίο, είναι όμως οι μηχανισμοί του που το κάνουν εξαιρετικό. Το ίδιο και σχεδόν όλοι οι τίτλοι της.

Είναι τόσο παράξενο να παίζεις έναν τέτοιο τίτλο σε κονσόλα της Nintendo. Από τη μία κρυφογελάς και χαίρεσαι που ανοίγουν λίγο τους ορίζοντές τους, από την άλλη όμως σε πιάνει αυτό το συναίσθημα που σφίγγεις τα χείλη, κουνάς πέρα-δώθε το κεφάλι και λες «γιατί». Πάνε τα χρόνια της αθωότητας, το τελευταίο κάστρο έπεσε και άλλα τέτοια. Το χειρότερο όμως όπως είπα, είναι πως επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος τίτλος για να γίνει αυτό. Ένα παιχνίδι που κάνει το Duke Nukem να μοιάζει κακό sequel αυτού. Όπως και να έχει, είναι πια ιστορία. Δεν μπορείς να 'διαβάσεις' την ιστορία διαφορετικά. Ένα γεγονός είναι γεγονός. Και είναι εδώ για όλους εκείνους που έχουν απορίες για το πόσο δίκιο ή άδικο έχω σε αυτά που αναφέρω.

Είμαι fan της Nintendo από όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου. Ένας θεός ξέρει τι τράβηξα για να αποκτήσω όλες τις κονσόλες της. Από αγάπη, και από εκτίμηση. Καλά και κακά παιχνίδια υπήρχαν πάντοτε σε αυτές. Όπως το Ninja Reflex στο Wii. Όμως είναι η φύση ετούτου εδώ του παιχνιδιού που με κάνει να αναρωτιέμαι, που πάει τελικά αυτή η εταιρία. Και με κάνει να αναρωτιέμαι και για κάτι ακόμα. Τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο δημιουργός; Ίσως τελικά δίνουμε περισσότερη αξία σε κάποιους ανθρώπους επειδή έτυχε να ζήσουμε κάποια όμορφά τους παιχνίδια. Ίσως δεν έχουν όλοι την 'στόφα' του Μίδα, όπου ότι αγγίζουν γίνεται χρυσάφι. Και κάπου εδώ πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας.

Έχουμε μάθει να στηρίζουμε και να θεοποιούμε ανθρώπους στο χώρο, όμως ξεχνάμε πως είναι κι αυτοί άνθρωποι. Και πως πολλές φορές, οι άνθρωποι απλώς τυχαίνει να βρίσκονται στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, πλαισιωμένοι από τους κατάλληλους συνεργάτες. Έγραψα πριν πως "Είναι επιεικώς απαράδεκτο εν έτη 2015 να κυκλοφορούν τέτοια παιχνίδια από τέτοιες προσωπικότητες". Και κάπου εδώ εγώ προσωπικά κάθομαι και περνάω από το εσωτερικό μου φίλτρο την καριέρα του κυρίου Itagaki. Και διαβάζω για τις απόψεις του. Για το πόσο ελαφρά αντιμετωπίζει τις γυναίκες, για τις σεξουαλικές ορέξεις του, για τις δικαστικές περιπέτειές του με μηνύσεις για σεξουαλική παρενόχληση, διαβάζω τις δηλώσεις του για τη βιομηχανία.

Και βγάζω τα δικά μου συμπεράσματα για το ποιόν του 'Dead or Alive' και του 'Ninja Gaiden'. Και αναρωτιέμαι τι σημαίνει 'πρότυπο', 'είδωλο' όπως και το πόσο εύκολα θεοποιούμε ανθρώπους του χώρου. Όλοι κάνουμε λάθη. Μέχρι και ο Πάπας ζήτησε συγνώμη. Το θέμα είναι πόσο μαθαίνουμε από αυτά. Ίσως ο κύριος Itagaki αποδείξει κάποτε πως έμαθε από τα δικά του. Το ελπίζω. Η φράση 'Executive Producer: Satoru Iwata' που εμφανίζεται όταν τελειώνεις το παιχνίδι είναι απλώς μαχαιριά στην καρδιά.

Όπως και το ευχαριστήριο μήνυμα του Itagaki για τα τόσα χρόνια που περιμέναμε την κυκλοφορία του τίτλου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το παιχνίδι στο τέλος μας αφήνει με την υπόσχεση μιας 'συνέχειας'. Και είμαι πολύ περίεργος για το πως και το αν ο νέος πρόεδρος της εταιρίας θα επιτρέψει να κυκλοφορήσει στην νέα του κονσόλα.

Συνοψίζοντας : Πρόκειται για ένα πολυαναμενόμενο τίτλο στο Wii U που υποτόθεται θα άλλαζε τα δεδομένα και θα αναζωπύρωνε το ενδιαφέρον του κοινού. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικά μπερδεμένο τίτλο, με πάρα πολύ λίγα θετικά στοιχεία. Ακόμη και το όνομα του δεν έχει καμία σχέση με το σενάριο και φημολογείται πως πηγάζει από κάποιον μουσικό όρο. Κακό level design, απλό σύστημα μάχης, πολύ βία, αρκετός κοινωνικός ρατσισμός και γραφικά περασμένης γενιάς. Σαν σύνολο δεν έχει κανένα βάθος, καμία θέση στη συγκεκριμένη κονσόλα, και σίγουρα θα βάλει 'φρένο' στις επόμενες κινήσεις του δημιουργού μετά τη βαθμολογία του παγκοσμίως. Δυστυχώς δεν είναι καν μέτριο. Δεν μπορείς να πεις δηλαδή πως παραβλέπεις κάποιο κομμάτι γιατί υπάρχει κάποιο άλλο που το κάνει ενδιαφέρον.
Box Art
Tested on : Wii U
Developer : Valhalla
Publisher : Nintendo
Available for : Wii U
Release date : 2015-08-27