Ο εγκέφαλος είναι ό,τι πιο πολύτιμο και ταυτόχρονα πιο ευαίσθητο έχει στην κατοχή του κάθε άνθρωπος. Είναι υπεύθυνος για κάθε μας απόφαση, κάθε μας συναίσθημα, κάθε σκέψη που κάνουμε καθημερινά. Είναι αυτός που είναι υπαίτιος για τη ψυχολογία μας, τις ενοχές που νιώθουμε για τις πράξεις, το χαμόγελο που σχηματίζουμε βλέποντας μία εικόνα. Και φυσικά, είναι αυτός που στιγματίζεται, ή καλύτερα, χαράζεται, αποθηκεύοντας οτιδήποτε αρνητικό και "άρρωστο" έρθουμε αντιμέτωποι, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ατελείωτες "μαύρες" εικόνες σε έναν κενό καμβά αποστροφής, κρεμόντας τον σε έναν λευκό τοίχο μελαγχολίας.
Ουσιαστικά, όσες περισσότερες άσχημες αναμνήσεις έχουμε, τόσο περισσότερο μπερδεύουμε, ή μάλλον, ξεχνάμε το συναίσθημα της χαράς και της γαλήνης. Αυτό ακριβώς είναι μία οπτική που μπορεί να αντικρίσει κάποιος το μυαλό του Sebastian Castellanos, του πρωταγωνιστή του The Evil Within 2. Έχοντας κατά κάποιο τρόπο δραπετεύσει από την κόλαση του πρώτου παιχνιδιού, ο ντετέκτιβ έφυγε από το αστυνομικό τμήμα στο οποίο εργαζόταν, καθώς ο εσωτερικός πόνος που ένιωθε ήταν δυσβάσταχτος. Τα γεγονότα του Beacon σε συνδυασμό με την εξαφάνισή της γυναίκας του και το θάνατο της γλυκιάς του κόρης δεν σταμάτησαν να "στοιχειώνουν" τον Sebastian και τον οδήγησαν στο πικρό μονοπάτι του αλκοολισμού. Έχοντας ως μοναδική παρηγοριά ένα ποτήρι ουίσκι, ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να διαγράψει από τον εγκέφαλο τον πόνο και τη στεναχώρια, πιστεύοντας πως αυτή πλέον είναι η μόνη λύση για αυτόν.
Τη ζωή του έρχεται να αναταράξει για ακόμη μία φορά η Juli Kidman, που όσοι έχετε ασχοληθεί με το πρώτο παιχνίδι θα πρέπει να θυμάστε πολύ καλά. Η πονηρή πράκτορας της Mobius προσφέρει στον Sebastian αυτό που χρειάζεται: μία σανίδα σωτηρίας. Μία σανίδα την οποία για να ακουμπήσει θα πρέπει να προσπαθήσει και να ξεπεράσει κάθε του όριο για ακόμη μία φορά. "Η κόρη σου είναι ακόμη ζωντανή". Παρά την καχυποψία του, το συναίσθημα του πατέρα παίρνει τον έλεγχο και κινεί τον ταλαιπωρημένο ψυχικά ντετέκτιβ να δώσει μία ευκαιρία στα όσα έχει να του μοιραστεί η Kidman. Προς έκπληξή του, μαθαίνει πως ο θάνατος της κόρης του σκηνοθετήθηκε από την μυστική οργάνωση (Mobius), έτσι ώστε να καταφέρουν να την απαγάγουν για ένα και μόνο σκοπό. Την τροφοδοσία ενός δυνατότερου STEM, στο οποίο η Lily θα ήταν ταυτόχρονα και ο πυρήνας του νέου αυτού δημιουργήματος. Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο καλά, διότι η μικρή εξαφανίζεται και ο εικονικός κόσμος που ήθελε να δημιουργήσει η Mobius ξεκινά σιγά-σιγά να καταρρέει. Τώρα, η οργάνωση χρειάζεται τη βοήθεια του Sebastian για να εντοπίσει την κόρη του θέλοντας η ίδια να κερδίσει και πάλι πίσω τον πυρήνα της, προσφέροντας στον ντετέκτιβ την ευκαιρία να δει και πάλι την κόρη του.
Δεν πρόκειται να σας "κρυφτώ". Είμαι από τους ανθρώπους που αγάπησαν το πρώτο The Evil Within και λάτρεψε την ιστορία του, παρόλα τα "στραβοπατήματά" της. Το The Evil Within 2 εκμεταλλεύεται το ψυχικό πόνο του πρωταγωνιστή και την αγάπη που τρέφει προς την οικογένειά του και χτίζει πάνω σε αυτό. Προσπαθεί να διηγηθεί μία ιστορία ενός πονεμένου πατέρα που δεν πρόκειται να σταματήσει σε τίποτα μέχρι να κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του το μοναδικό πράγμα που του δίνει νόημα στην ύπαρξή του. Η ιστορία σε σύγκριση με το πρώτο κεφάλαιο είναι αρκετά πιο επεξηγηματική, προσφέροντας στον παίκτη τις όποιες απαραίτητες πληροφορίες για αυτό που αντικρίζει στην οθόνη του. Ορισμένες φορές κάνει μερικές μικρές -επιτρέψτε μου- "κοιλιές" με κάποιες υπερβολές και από την πλευρά του πρωταγωνιστή αλλά και διαφόρων ακόμη χαρακτήρων, ενώ συχνά η γραφή των διαλόγων είναι αλλόκοτη και βαρετή. Όμως ως σύνολο, σαν story δεν απογοητεύει. Το σύνολο αυτό έρχεται να κάνει ακόμη καλύτερο το καλλιτεχνικό μάτι του John Johanas, του νέου director της σειράς, με τον Shinji Mikami αυτή τη φορά να επιβλέπει και να κάθεται στην καρέκλα του παραγωγού.
Κάθε χαρακτήρας που θα συναντήσετε κρύβει μία ιστορία από πίσω του, ενώ έχουν αποδοθεί σωστά και οι "κακοί" του παιχνιδιού, καθώς κάθε ένας βασανίζεται από δικούς του δαίμονες. Δαίμονες τους οποίους δεν μπορούν να δραπετεύσουν και αναγκάζονται να ενδώσουν στο αιματηρό πανηγύρι στο οποίο τους προσκαλούν. Φυσικά, σε αυτό βοηθά τρομερά η ιδιαίτερη και ξεχωριστή παρουσία τους, με την οποία καταφέρνουν να σφραγιστούν στο μυαλό του παίκτη. Αυτή τη φορά το art direction έχει ακολουθήσει ένα διαφορετικό αλλά εξίσου καλό μονοπάτι, ενώ η ατμόσφαιρα του τρόμου που γεμίζει τα ψηφιακά σοκάκια του παιχνιδιού είναι θαυμάσια. Πολλές φορές παρόλο που αντιλήφθηκα πως δεν υπάρχει κάποιος εχθρός γύρω μου, ένιωθα ένα ρίγος από αυτό που αντίκριζα και άκουγα. Παρόλο το περιβάλλον ήταν ασφαλές, ο εγκέφαλος συνέχιζε να με προειδοποιεί, η καρδιά μου συνέχιζε να χτυπά, ένας μαύρος διάδρομος γεμάτος αιματοβαμμένους πίνακες, ή, η απόλυτη ησυχία με μοναδική μελωδία το τρίξιμο μιας σανίδας ήταν αρκετά για να αισθανθώ πως "απειλούμαι".
Αυτή τη φορά, το παιχνίδι αποφάσισε στο μοντέλο του να ενσωματώσει ένα πιο open-world κόσμο. Το ταξίδι του Sebastian στο Union (την ψηφιακή πόλη που δημιούργησε η οργάνωση Mobius) μέσω του STEM απαρτίζεται από ένα σχετικά μικρό post-apocalyptic open-world κόσμο με δομή που μοιάζει με το Silent Hill: Downpour και λίγο στο ZombiU ελέω των safe houses. Αυτόν τον κόσμο γεμίζουν αιμοβόρα πλάσματα δημιουργώντας ένα ξεχωριστό «λούνα παρκ» τρόμου, ενώ δύσκολα να μην δει κανείς τις διάφορες Silent Hill, Resident Evil και Alan Wake επιρροές. Επιρροές όμως τις οποίες τιμά και χρησιμοποιεί με σεβασμό και όχι -επιτρέψτε μου- ξεδιάντροπα. Ομολογώ, πως μία τέτοια προσθήκη δεν την περίμενα όσον αφορά την open-world προσέγγιση και προσπάθησα να μείνω όσο ανημέρωτος γίνεται με το παιχνίδι για να το απολαύσω στο μέγιστο. Δεν την περίμενα και πιστεύω πως ήταν αχρείαστη, αλλά ο ρυθμός του παιχνιδιού δεν αλλοιώνεται καθώς τα πιο linear μονοπάτια με τα "κλειστοφοβικά" μέρη βρίκονται εκεί. Επιπλέον, μέσα σε αυτόν τον κόσμο θα μπορείτε ανά διαστήματα να αναλάβετε και μερικά προαιρετικά quests, τα οποία δεν κουράζουν και οι ανταμοιβές που προσφέρουν είναι χρήσιμες στο δύσκολο ταξίδι που σας περιμένει. Μερικά από τα παράπονα που έχω είναι η έλλειψη γρίφων και οι μάχες με τα bosses, κάτι το οποίο μου έχει μείνει έντονα από το πρώτο παιχνίδι. Αφενός, υπάρχουν boss fights, αφετέρου, παρόλο που είναι όμορφα σκηνοθετημένα, είναι μετρημένα στα δάχτυλα.
Οι gameplay μηχανισμοί παραμένουν σχεδόν ίδιοι με το πρώτο κεφάλαιο, αλλά σαφέστατα βελτιωμένοι. Το shooting είναι σχεδόν πανομοιότυπο με τον προκάτοχό του, ενώ δίνεται πληθώρα επιλογών στον παίκτη για να παίξει όπως αυτός θέλει, αλλά φυσικά με ένα όριο, διότι ο survival horror "μανδύας" εξακολουθεί να τον σκεπάζει, πράγμα που σημαίνει πως σφαίρες, θεραπευτικά και διάφορα ακόμη αναλώσιμα δεν είναι άπειρα και θα χρειαστεί πολλές φορές να κάνει μία αναγκαία οικονομία στις προμήθειές του. Για ακόμη μία φορά έχουμε προοπτική τρίτου προσώπου με ένα επιτηδευμένο "στενό" field of view, ενώ δεν βρήκα την κάμερα να συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Την πρέπουσα προσοχή έχει δεχθεί και το Stealth κομμάτι, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την AI του παιχνιδιού. Τις επιλογές αυτές εμπλουτίζει και το νοσταλγικό σύστημα αναβαθμίσεων του πρώτου κεφαλαίου. Με αυτό, συγκεντρώνετε το Gel το οποίο αποτελεί ουσιαστικά το ψηφιακό νόμισμα για την αναβάθμιση των ικανοτήτων σας και το ξοδεύετε όπως εσείς θεωρείτε πιο κατάλληλο για το playstyle σας (stealth, health, combat, recovery κλπ). Φυσικά, διάφορες αναβαθμίσεις υπάρχουν και για τα όπλα του παιχνιδιού οι οποίες πραγματοποιούνται με weapon parts που θα βρείτε διάσπαρτα στον κόσμο.
Στον τομέα της πρόκλησης βρήκα το παιχνίδι δίκαιο και σωστό, μιας και ανταμείβει σχεδόν πάντα την πιο έξυπνη προσέγγιση μιας κατάστασης. Αρχικά υπάρχουν τρία διαθέσιμα επίπεδα δυσκολίας για να επιλέξετε, ενώ αργότερα θα ξεκλειδωθούν και τα πιο...βάναυσα για αυτούς που θέλουν να εισέλθουν σε μία "πραγματική" κόλαση επιβίωσης. Μία κόλαση η οποία πριν και μετά από κάθε αναμέτρηση θα σας υπενθυμίζει τι ακριβώς είναι ένα survival horror παιχνίδι. Πολλές φορές έβρισκα τον εαυτό μου να αγχώνεται χωρίς λόγο και σε κάθε δωμάτιο να τσεκάρω ξανά και ξανά τα πυρομαχικά μου και να υπολογίζω πόσες σφαίρες θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσω σε έναν εχθρό. Μετά από κάθε μάχη ένιωθα την ανάσα μου εντονότερη και το συναίσθημα φόβου και απειλής να μην κάνει πίσω. Αυτό, ομολογώ, είναι ένα συναίσθημα που είχα να αισθανθώ εδώ και αρκετά χρόνια. Όταν ένα παιχνίδι καταφέρνει να παίξει με το μυαλό ενός παίκτη και να τον "βασανίζει" συνεχώς, "κλειδώνοντάς" τον σε ένα ατέρμων βρόχο τρόμου και αγωνίας, είτε με την ατμόσφαιρά του, είτε με τα εμπόδια που βάζει απέναντί του, δείχνει ταυτόχρονα τον ρομαντισμό και την αγάπη που έχει η ομάδα ανάπτυξης του παιχνιδιού (Tango Gameworks) για το horror genre.
Πραγματικά, όσο περισσότερο σκέφτομαι για το ταξίδι που βίωσα στο The Evil Within 2 τόσα περισσότερα θέλω να μοιραστώ για τις εξαιρετικές πινελιές που έχει. Μέσω διαφόρων αρχείων και slides, ο Johanas προσπαθεί να μοιραστεί το βαρύ ψυχικό πόνο του πρωταγωνιστή με τον παίκτη. Προσπαθεί να του δείξει με πολύ ωραίο τρόπο τι ακριβώς έχει περάσει ένας αλκοολικός κυνικός ντετέκτιβ που η άβυσσος "πνίγει" την ψυχή του καθημερινά. Αυτό όμως που δείχνει το ταλέντο του σκηνοθέτη, είναι πόσο έξυπνα και όμορφα δένει και την ιστορία του πρώτου παιχνιδιού με διάφορα flashbacks νοσταλγίας που υπενθυμίζουν έντονα τους εφιάλτες του Beacon. Ακόμη, τις αντιδράσεις του πρωταγωνιστή βρήκα πολλές φορές ρεαλιστικές, ξεστομίζοντας τις σωστές ατάκες σε κάθε του κακοτυχία και δύσκολη αναμέτρηση, χωρίς αυτό φυσικά να συμβαίνει πάντα. Στα της διάρκειας, ο τίτλος στην Survival (Normal) δυσκολία με απασχόλησε για περισσότερες από 20 ώρες, με ένα αρκετά λεπτομερές ψάξιμο του περιβάλλοντος.
Στα του οπτικοακουστικού τομέα, το The Evil Within 2 δεν πρόκειται να "ρίξει" σαγόνια, αλλά ούτε επίσης και να απογοητεύσει. Όμορφα γραφικά ανάλυσης 1080p και 30 καρέ ανά δευτερόλεπτο, με ελάχιστα frame drops αραιά και που, που απλά θα περάσουν απαρατήρητα. Μία τεράστια αναβάθμιση σε σύγκριση με το πρώτο παιχνίδι όπου στην κυκλοφορία του ο τεχνικός τομέας ήθελε αρκετή δουλειά. Ακόμη, θαυμάσια δουλειά έχει γίνει και στους φωτισμούς με όμορφες αντανακλάσεις κάνοντας τα τοπία που θα συναντήσετε ακόμη πιο ρεαλιστικά. Η ποιότητα των textures σίγουρα δεν είναι η καλύτερη που θα συναντήσετε, ενώ συχνά-πυκνά αντιλήφθηκα και μερικά pop-ups. Συνεχίζοντας, τα loading times παρά την πιο open-world προσέγγιση είναι λίγα και μάλιστα γρήγορα, έτσι ώστε να μην περιμένετε, ενώ, να σημειωθεί, πως το παιχνίδι παίχτηκε στο "απλό" PlayStation 4. Τα 3D μοντέλα των χαρακτήρων έχουν επίσης δεχθεί την πρέπουσα προσοχή, με αρκετά ρεαλιστικά facial animations. Το voice acting δεν με εντυπωσίασε και το βρήκα αρκετές φορές "ψυχρό" και "ρομποτικό". Ο μουσικός τομέας φέρει ακριβώς αυτό το "βαρύ" ύφος που αρμόζει σε ένα παιχνίδι τέτοιου genre, ενώ, όσοι το "αντέχετε" σας προτείνω να παίξετε το παιχνίδι με ακουστικά.
Ακολουθήστε το Unboxholics.com στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα για τεχνολογία, videogames, ταινίες και σειρές. Ακολουθήστε το Unboxholics.com σε Facebook, Twitter, Instagram, Spotify και TikTok.