Beyond: Two Souls (PS4) Review

Το φεστιβάλ συναισθημάτων του David Cage

Η Quantic Dream είναι ένα μη συνηθισμένο studio με έναν ιδιαίτερο άνθρωπο στο τιμόνι της. Ο David Cage είναι πάνω απ’ όλα οραματιστής γιατί είδε ότι το μέσο αυτό μπορεί να πάει ακόμα παραπέρα όσο αφορά το storytelling, ξεφεύγοντας από το στενό πλαίσιο των περισσότερων βιντεοπαιχνιδιών που πραγματεύονται απλά την πάλη μεταξύ καλού και κακού. Υπάρχουν όπως λέει ο ίδιος αρκετές ιστορίες που μπορεί ο παίκτης να ταξιδέψει και να του προκαλέσουμε ποικίλα συναισθήματα από αυτά που έχει συνηθίσει να βιώνει μέχρι τώρα. Έτσι γεννήθηκε η κατηγορία interactive drama. Μπορεί να μην είδαν όλοι τη δουλειά του με καλό μάτι, καθώς το «interactive» του πράγματος θυσιάζει το gameplay και το περιορίζει σε ένα μπαράζ από quick time events, όμως τα παιχνίδια του αναμφισβήτητα έχουν ψυχή, είναι ξεχωριστά και ποντάρουν στο να προκαλούν και να ξυπνούν συναισθήματα στον παίκτη. Αν μη τι άλλο είναι μια ευχάριστη προσθήκη διαθέσιμη στην επιλογή του gamer, ο οποίος μια στο τόσο θέλει να δει κάτι διαφορετικό, με μια λίγο πιο ώριμη ματιά και προσέγγιση στην αφήγηση. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο Warren Spector αποκάλεσε τον Cage ιδιοφυία και έναν από τους καλύτερους storytellers της βιομηχανίας. Το Beyond Two Souls είναι το τέταρτο κατά σειρά παιχνίδι του μετά τα Omikron: The Nomad Soul, Fahrenheit και Heavy Rain και κυκλοφόρησε αρχικά το 2013 για το PS3. Όπως απαιτεί η νέα «μόδα» των remasters το παιχνίδι επανακυκλοφορεί, αυτή τη φορά για το PS4.

Στην έκδοση του PS3 η ιστορία του παιχνιδιού κυλάει ως ανακατεμένα flashbacks στο timeline, κάτι που αφενός έχει παραμείνει και στο PS4, μόνο που αυτή τη φορά -ύστερα από έκλυση των fans- δίνεται η δυνατότητα να παίξουμε από την αρχή με χρονολογική σειρά. Επιπλέον στο τέλος του κάθε κεφαλαίου θα βλέπουμε τα highlight των αποφάσεών μας και την σύγκριση αλά Telltale των επιλογών μας σε σχέση με άλλους παίκτες. Η ιστορία καθαυτή περιστρέφεται γύρω απ’ τη ζωή της Jodie Holmes, η οποία γεννήθηκε δεμένη με μια υπερφυσική οντότητα ονόματι Aiden, όπου αν και τρομακτική στην αρχή, δείχνει ότι την νοιάζεται και την προστατεύει, σαν φύλακας άγγελος.

Από την παιδική της κιόλας ηλικία οι θετοί γονείς της αντιλαμβάνονται ότι ο «φανταστικός» της φίλος δεν είναι καθόλου φανταστικός και αδυνατώντας από φόβο να διαχειριστούν την κατάσταση, την παραδίδουν σε έναν κυβερνητικό επιστήμονα ο οποίος μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό θα αναλάβουν την διαπαιδαγώγησή της, αλλά και θα προσπαθήσουν να κατανοήσουν περισσότερα για τον πνευματικό κόσμο οδηγώντας τους σε κάτι που πιστεύουν ότι θα αλλάξει την ανθρωπότητα. Ο παίκτης ακολουθεί την Jodie σε τέσσερα στάδια της ζωής της, και μαζί της θα περάσει από εξαιρετικά δύσκολες και άβολες ψυχολογικές διακυμάνσεις καθώς ο συναισθηματικός καταιγισμός που βιώνει μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριας, του Aiden, όπως επίσης και από όλους τους κυρίως χαρακτήρες, έχουν τόση δύναμη, που μπορούν να διαλύσουν την ψυχολογία του και να τον κάνουν να σκεφτεί και να αναθεωρήσει για κάποια πράγματα που θεωρεί ως δεδομένα ή τα έβλεπε με μια εντελώς διαφορετική ματιά.

Για ευνόητους λόγους δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στο story, απλά θα πω ότι ο Cage δεν ενδιαφέρεται να δώσει, ούτε happy ending, ούτε μια εύπεπτη ιστορία που θα περάσουμε ευχάριστα. Αντιθέτως ανοίγει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα ως προς τη σχέση των χαρακτήρων μεταξύ τους και τη συναισθηματική πάλη που δίνει ο κάθε ένας ξεχωριστά μέσα του, πετυχαίνοντας έτσι στο μέγιστο βαθμό να μας παρασύρει και να μας κάνει να βιώσουμε μια ιστορία που ναι μεν δεν παίρνει κανένα εύσημο στιβαρής γραφής, αλλά εμβαθύνει τόσο πολύ στο συναίσθημα, κάνοντας τον παίκτη να ανατριχιάσει πολλές φορές και να απορροφά σαν σφουγγάρι τα όσα ο Cage θέλει να αφηγηθεί παραβλέποντας τις οποίες «παικτικές» ατέλειες. Στο τέλος αφήνει ένα γλυκόπικρο αίσθημα ολοκλήρωσης ή λύτρωσης που δύσκολα συναντάμε στα παιχνίδια.

Ως προς το gameplay και το χειρισμό δεν έχουν αλλάξει σημαντικά πράγματα. Στο Beyond Two Souls ο παίκτης πιο πολύ (περισσότερο από το Heavy Rain) απλά συμμετέχει στην εξέλιξη και δεν την καθορίζει τόσο. Δίνεται με μαεστρία βέβαια η ψευδαίσθηση ότι οι πράξεις του διαμορφώνουν την ιστορία αλλά ουσιαστικά αυτό έχει να κάνει μόνο με τα μονοπάτια που θα πάρουμε και την κατεύθυνση, όπως και με τους χαρακτήρες που θα επιλέξουμε να είμαστε μαζί, μέχρι να φτάσουμε στο προκαθορισμένο φινάλε. Ο παίκτης παίζει με την Jodie σε τρίτο πρόσωπο, ενώ με το πάτημα του τριγώνου ο έλεγχος περνά στον Aiden, παίζοντας σε πρώτο πρόσωπο. Ο Aiden βοηθά την Jodie σε μίνι γρίφους, αφού ως άυλη οντότητα μπορεί να περνά μέσα από τοίχους και πατώματα, αλληλεπιδρώντας με αντικείμενα αλλά και κυριεύοντας κάποιον εχθρό σκοτώνοντάς τον ή κάνοντάς τον να στραφεί στους δικούς του πριν αυτοκτονήσει.

Βέβαια δε μπορεί να απομακρυνθεί πολύ από τη Jodie γιατί μεταξύ τους συνδέονται με μια αόρατη νοητή κλωστή συγκεκριμένου μήκους. Ο χειρισμός παραμένει λίγο αδέξιος ως προς την κίνηση του χαρακτήρα έχοντας μια ελαφρώς καθυστέρηση στην απόκριση του αριστερού μοχλού που έκανε τον χαρακτήρα μου να βρίσκει πχ στο πλαίσιο της πόρτας μέχρι να κεντράρω σωστά για να βγει, αλλά δεν είναι τόσο ενοχλητικό όσο ακούγεται. Εκτός από τα qte’s που εμφανίζονται σε σκηνές δράσης και απαιτούν σωστό συγχρονισμό, ο υπόλοιπός χειρισμός εξαρτάται από τα κουμπιά που θα εμφανιστούν στην οθόνη όταν για παράδειγμα πρέπει να σκαρφαλώσουμε ένα τοίχο και σε αυτό του δεξιού μοχλού με τον οποίο κάνουμε και τα περισσότερα. Το studio αν και χρησιμοποιεί κι’ άλλα έξω απ’ τα νερά του συστήματα gameplay, όπως αυτό του stealth και του shooting, έξυπνα δεν εμβαθύνει σε αυτά, αλλά τα αγγίζει εντελώς επιδερμικά μένοντας πιστό -προς αποφυγή προφανώς λαθών- στο είδος που ανήκει το παιχνίδι.

Η χρήση του DualShock 4 εκτός από τους «υπερφυσικούς» ήχους που βγάζει το ηχείο του χειριστηρίου όταν παίρνουμε τον έλεγχο του Aiden, δεν έχει αξιοποιηθεί καθόλου, με το touch button να είναι ουσιαστικά νεκρό. Το παιχνίδι παίζεται και co-op σε τοπικό επίπεδο, με τον έναν παίκτη να ελέγχει την Jodie και τον άλλον τον Aiden. Εγώ δοκίμασα το co-op μέσω του Share Play του PS4 παίζοντας για κάποια κεφάλαια με άλλον παίκτη, αλλά πραγματικά δε θα σας το συνιστούσα αν παίζετε πρώτη φορά το παιχνίδι, γιατί χαλάει η ατμόσφαιρα. Επίσης, στην έκδοση του PS4 περιλαμβάνεται και το Enhanced Experiments DLC το οποίο είναι μια σειρά από trials αλά Portal, όπου με την βοήθεια του Aiden θα περάσετε από διάφορα δωμάτια με γρίφους, με στόχο να πετύχετε το χρόνο που σας έχει ορίσει ο εκπαιδευτής σας.

Οι αλλαγές που έχουν γίνει στα γραφικά είναι περισσότερο από εμφανείς με κυριότερη αυτή της native 1080p ανάλυσης. Το aliasing που υπήρχε στην PS3 έκδοση έχει σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ σημαντικές βελτιώσεις έχουν υποστεί οι φωτοσκιάσεις και οι υφές του περιβάλλοντος και των χαρακτήρων. Το framerate όμως έχει αδικαιολόγητα μείνει στα 30fps. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνουμε στους δυο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες της Jodie και του Nathan Dawkins (κυβερνητικός επιστήμονας) που τους ενσαρκώνουν οι γνωστοί ηθοποιοί Ellen Page και Willem Dafoe αντίστοιχα, οι οποίοι με την εκπληκτική ερμηνεία τους πάνε το παιχνίδι σε άλλα επίπεδα βοηθώντας τον Cage να αποδώσει στο μέγιστο βαθμό αυτό που θέλει ο παίκτης να εισπράξει απ’ το παιχνίδι.

Σε αυτό φυσικά βοηθά και η θαυμάσια μουσική επένδυση του συνθέτη και μουσικού παραγωγού Lorne Balfe (γνωστός για την δουλειά του στα AC Revelations και AC III) , που πήρε τη θέση ύστερα από το θάνατο του αρχικού συνθέτη Normand Corbeil, ο οποίος ήταν υπεύθυνος της μουσικής στα προηγούμενα παιχνίδια της Quantic Dream, Fahrenheit και Heavy Rain. Ο Bafle πραγματικά έχει κάνει εξαιρετική δουλειά αποδίδοντας υπέροχα τη δράση, το μυστήριο και κυρίως το δράμα στις νότες του, κάνοντας το όλο οπτικοακουστικό αποτέλεσμα -ειδικά προς το τέλος του παιχνιδιού- μια μοναδική εμπειρία.

Προσωπικά από τη στιγμή που τελείωσα και πάλι το παιχνίδι, το «Jodie's Suite» δε λέει να ξεκολλήσει απ’ το μυαλό μου και με στοιχειώνει ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Τέλος πρέπει να αναφέρω πως το παιχνίδι έρχεται με Ελληνικούς υπότιτλους και μενού συνεχίζοντας έτσι την παράδοση της Sony Hellas να μεταφράζει τους first party τίτλους των PlayStation, κάτι που αρκετός κόσμος θα ήθελε να γίνεται όλα τα παιχνίδια.

Συνοψίζοντας : Το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι αν κάποιος αξίζει να επενδύσει σε αυτό το remaster. Για να είμαι ειλικρινής, αν έχετε ήδη παίξει το παιχνίδι στο PS3, όχι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να ασχοληθείτε ξανά. Τα βελτιωμένα γραφικά αφενός είναι ευπρόσδεκτα, αλλά το παιχνίδι ήταν ήδη όμορφο στο PS3 και αυτό που είχε να δώσει στο σύνολό του, θαρρώ πως το έδωσε. Αν από την άλλη δεν είχατε την ευκαιρία να ασχοληθείτε με τον τίτλο και προπαντός σας αρέσει αυτό το είδος, τότε για εσάς είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να επενδύσετε, γιατί ο Cage σε συνδυασμό με τις άψογες ερμηνείες των Page και Dafoe, καθώς και την εξαιρετική μουσική επένδυση του συνθέτη Balfe, παραδίδουν μια συναισθηματική οπτικοακουστική πανδαισία, που δύσκολα συναντάμε σε άλλα παιχνίδια. Αν επιλέξετε να βυθιστείτε στην ιστορία της Jodie, πρέπει να έχετε στο νου σας ότι θα περάσετε από εξαιρετικά δύσκολες και άβολες ψυχολογικές διακυμάνσεις καθώς επιτηδευμένα ο Cage ανοίγει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα που έχουν να κάνουν, τόσο με τις σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων, όσο και με την εσωτερική συναισθηματική πάλη που δίνει ο καθένας ξεχωριστά μέσα του για τους δικούς του λόγους, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την απώλεια, τη μοναξιά, τη αγάπη, τη διαφορετικότητα, την αποδοχή, την παραίτηση από την ζωή, την ελπίδα, την αναζήτηση και την προδοσία, τονίζοντας συναισθήματα και καταστάσεις που έχουμε υποσυνείδητα θάψει ή αγνοούμε. Είναι μια «γεμάτη» εμπειρία που θα θυμόσαστε για αρκετά χρόνια.
Box Art
Developer : Quantic Dream
Publisher : SCEE
Available for : PS4
Release date : 2015-11-24