Dishonored: Definitive Edition Review

Dishonored: Definitive Edition Review

02 Σεπτεμβρίου 2015 08:26
Απόλυτη έκδοση ή απλή μεταφορά;

Πριν από περίπου τρία χρόνια και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2012, η Arkane Studios επιφύλασσε μια ιδιαίτερη έκπληξη για τους φίλους των stealth παιχνιδιών. Η εν λόγω έκπληξη ακούει στο όνομα “Dishonored” και πρόκειται για ένα παιχνίδι που κατάφερε να κερδίσει, τόσο την αγάπη του κοινού, όσο και τις θετικές εντυπώσεις των κριτικών. Οι λόγοι που το παιχνίδι ήταν και είναι τόσο αγαπητό είναι πολλοί. Η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της σκοτεινής Dunwall, μιας πόλης, steam punk αισθητικής, με σχεδιαστικές επιλογές επηρεασμένες από το βικτοριανό Λονδίνο, η μεγάλη ελευθερία προσέγγισης της κάθε αποστολής, αλλά και η γενικότερη ελευθερία του gameplay και των stealth μηχανισμών, όπως και το αρκετά ενδιαφέρον σενάριο είναι μερικοί τέτοιοι λόγοι. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, ο τίτλος έρχεται στις κονσόλες της τρέχουσας γενιάς, συνοδευόμενος από όλα τα DLC που έχουν κυκλοφορήσει για αυτόν. Για όσους δεν είχαν ασχοληθεί με τον τίτλο στο παρελθόν αξίζει να αναφέρουμε πως το Dishonored δεν είναι παιχνίδι χολιγουντιανών προδιαγραφών και από τον τίτλο λείπουν οι εκρήξεις και η φρενήρης δράση. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με μια μοναχική σκληροπυρηνική εμπειρία που θυμίζει κάτι από τα παλιά και επιβραβεύει την υπομονή και την προσοχή του παίκτη. Ο τίτλος έχει σαφείς επιρροές από σπουδαίους τίτλου του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα από την σειρά Thief ή τη σειρά Deux Ex.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Το παιχνίδι λαμβάνει χώρα σε μια φανταστική, βιομηχανική πόλη ονόματι Dunwall, η οποία μαστίζεται από έναν λοιμό με καταστρεπτικές συνέπειες, ειδικά για τους πολίτες των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Πρωταγωνιστής είναι ο Corvo Attano, ο σωματοφύλακας της αυτοκράτειρας της μοναρχικής κοινωνίας του παιχνιδιού. Στην εισαγωγή του τίτλου βλέπουμε την αυτοκράτειρα να δολοφονείται μπροστά στα μάτια μας, με τους δολοφόνους να απαγάγουν την κόρη της. Για το φόνο κατηγορείται ο Corvo, ο οποίος και φυλακίζεται. Η τροπή των γεγονότων αναγκάζει τον πρωταγωνιστή να γίνει δολοφόνος, αναζητώντας εκδίκηση για αυτούς που συνωμότησαν εναντίον του. Ο Corvo στην προσπάθειά του βρίσκει στο πλευρό του μια αντιστασιακή ομάδα που αγωνίζεται για να διεκδικήσει ξανά την Dunwall, καθώς και μια ισχυρή μυστηριώδης ύπαρξη που του χαρίζει μαγικές ικανότητες.

Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ο παίκτης καλείται να φέρει εις πέρας διάφορες αποστολές δολοφονίας, με πολλές ουσιώδεις ως προς την ιστορία και το σενάριο παράπλευρες αποστολές να τρέχουν παράλληλα με τις κύριες. Κάθε αποστολή μπορεί να προσεγγιστεί με διάφορους τρόπους, τόσο ως προς το πως θα φτάσετε στον στόχο, όσο και ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιήσετε για να ολοκληρώσετε την αποστολή. Όλο το παιχνίδι μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς να σκοτώσετε κανέναν, ενώ δίνεται φυσικά και η δυνατότητα να εκτελέσετε με βίο τρόπο όποιον εχθρό σταθεί εμπόδιο στην αποστολή σας. Βέβαια, το παιχνίδι επιβραβεύει φανερά τους παίκτες που ακολουθούν τις λιγότερο βίαιες τακτικές. Τέλος, οι δεκάδες εναλλακτικές διαδρομές, το γεμάτο οπλοστάσιο που μπορεί να εμπλουτιστεί και να αναβαθμιστεί με διάφορους τρόπους και οι πολλές ενδιαφέρουσες μαγικές δυνάμεις που μπορούν να ξεκλειδωθούν είναι μερικά ακόμη στοιχεία που δηλώνουν πως στο επίκεντρο του παιχνιδιού βρίσκεται η επιλογή του παίκτη. 

Ωστόσο, η ποιότητα του παιχνιδιού είναι κάτι το οποίο γνωρίζαμε ήδη και σε καμία περίπτωση δεν απογοητεύει. Παρόλα αυτά, κατά την ενασχόληση μου με την «Definitive Edition» του Dishonored αισθάνθηκα μια μικρή απογοήτευση που πηγάζει κυρίως από τον τεχνικό τομέα του τίτλου. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα απλό port της GOTY έκδοσης των κονσολών της προηγουμένης γενιάς. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή είναι η ανάλυση, η οποία αναμενόμενα βρίσκεται στα 1080p. Τα textures που σε σημεία θεωρούνται χαμηλής ποιότητας ακόμη και για τα στάνταρ της προηγούμενης γενιάς έχουν δει πολύ μικρή βελτίωση, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ κακής ποιότητας και δε συμβαδίζουν με τα δεδομένα της τρέχουσας γενιάς. Ο φωτισμός, οι σκιές, τα μοντέλα των χαρακτήρων και του περιβάλλοντος παρέμειναν ίδια και απαράλλαχτα. Αλλά, αυτές οι προεκτάσεις του τεχνικού τομέα δικαιολογούνται ως ένα βαθμό, ακόμη και να μείνουν εντελώς ίδιες σε ένα απλό remaster.

Αυτό που πραγματικά μου κίνησε όμως την περιέργεια είναι πως σε αντίθεση με πολλά αλλά remasters, τα 60 fps λάμπουν δια της απουσίας τους. Έτσι, το framerate του παιχνιδιού είναι κλειδωμένο στα 30 fps και μάλιστα δε διστάζει να πέσει και κάτω από αυτό το όριο, σε σπάνιες βεβαία περιπτώσεις. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η αρχική έκδοση του παιχνιδιού «τρέχει» σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές με αρκετά υποδεέστερα τεχνικά χαρακτηριστικά από αυτά των PS4 και Xbox One σε framerate πολύ μεγαλύτερο των 60 fps. Πράγμα που επιβεβαίωσα και με τον δικό μου υπολογιστή. Αυτό σημαίνει πως δεν έχει γίνει η απαραίτητη δουλειά από τους developers, καθώς σαφέστατα υπάρχει το hardware για να τρέξει όπως θα έπρεπε το παιχνίδι, αλλά δυστυχώς δεν το εκμεταλλεύτηκαν.

Εδώ έρχεται να προστεθεί και το αγκάθι των loading times, τα οποία δείχνουν ίδια αν όχι και μεγαλύτερα σε διάρκεια σε σύγκριση με τις κονσόλες της προηγούμενης γενιάς και έτσι γίνονται αρκετά κουραστικά, καθώς θα χρειαστεί να σώσετε και να ξαναφορτώσεται πολλές φορές το παιχνίδι σας, μιας και σε πολλά σημεία του ο τίτλος απαιτεί την χρήση trial-and-error τακτικών. Φυσικά και τα δύο αυτά προβλήματα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με λίγη περισσότερη προσπάθεια από την ομάδα ανάπτυξης, κάνοντας την εμπειρία πιο ξεκούραστη και απολαυστική.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και ένα τελευταίο πρόβλημα της Definitive Edition που δεν έχει όμως να κάνει με τον τεχνικό τομέα. Για την ιστορία, όταν είχε αρχικά κυκλοφορήσει το Dishonored, ο τίτλος ήταν διαθέσιμος για προ-παραγελεία σε διάφορα καταστήματα, με ορισμένες μεγάλες αλυσίδες του εξωτερικού να προσφέρουν ειδικές εκδόσεις με “δωρα” για όσους προ-παρήγγειλαν τον τίτλο. Εν τέλη, στην αγορά υπήρξαν τέσσερα διαφορετικά πακέτα από pre-order bonuses, με το καθένα να περιλαμβάνει 500 νομίσματα και 3 bone charms. Αυτά τα τέσσερα πακέτα από in-games bonuses είναι όλα διαθέσιμα στην Difinitive Edition και έτσι ο παίκτης λαμβάνει ένα τεράστιο ποσό από χρήματα και bone charms.

Το κακό της υπόθεσης είναι πως με αυτόν τον τρόπο ο παίκτης ξεκινά από μια υπερβολικά δυνατή θέση, πράγμα που λειτουργεί αρνητικά τόσο για το character progression, όσο και για το ρυθμό με τον όποιο αυξάνεται η δυσκολία. Ο αρχικός σκοπός των δημιουργών ήταν αυτά τα αντικείμενα να συλλέγονται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και να αποτελούν μια επιβράβευση για την εξερεύνηση του περιβάλλοντος και την υπομονή του παίκτη. Ακριβώς το ίδιο πράγμα συνέβαινε και στην GOTY έκδοση του παιχνιδιού που κυκλοφόρησε το 2013, πράγμα που υποδεικνύει πως έχουμε να κάνουμε με μια απλή μεταφορά αυτής της έκδοσης.

Συνοψίζοντας : Το Dishonored θεωρείται από πολλούς ως ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της προηγούμενης γενιάς, τουλάχιστον στην κατηγορία του και με το δεύτερο μέλος της σειράς να βρίσκεται στον ορίζοντα, σίγουρα αποτελεί μια ιδιαίτερη εμπειρία που δεν πρέπει να παραλείψετε. Έτσι, η Definitive Edition αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για όσους δεν ασχολήθηκαν με τον τίτλο και έχουν στην κατοχή τους μόνο κάποια από τις κονσόλες της τρέχουσας γενιάς. Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με την “καθοριστική” ή την “απόλυτη” έκδοση του παιχνιδιού, μιλάμε για μια απλή μεταφορά του τίτλου και όλου του επιπρόσθετου περιεχομένου του. Άρα, αν είστε κάτοχοι ενός υπολογιστή ακόμη και μέτριων προδιαγραφών ή έχετε ήδη τον τίτλο σε κάποια από τις κονσόλες της προηγούμενης γενιάς, τότε το Dishonored: Definitive Edition σίγουρα δεν απευθύνεται σε εσάς.
Box Art
Tested on : PS4
Developer : Arkane Studios
Publisher : Bethesda Softworks
Available for : Xbox One, PS4
Release date : 2015-09-25